Τρίτη, Νοεμβρίου 28, 2017

Η Χαρά Του Πένθους

Κοίτα να δεις τι συνέβη σήμερα και μου τάραξε τη μέρα,

Με κάλεσαν να συμμετάσχω σε μία εκπομπή του ΡΙΚ, στο Art Café της Μαρίνας Μαλένη συγκεκριμένα, και να μιλήσω για την εμπειρία μου στο ερασιτεχνικό θέατρο. Πήγα σήμερα κανονικά στο ραντεβού, συνάντησα την κοπέλα που θα μου έπαιρνε τη συνέντευξη και μου είπε πάνω κάτω πού θα κυμαινόταν η κουβέντα. Ήρθε κι ένας τεχνικός με καλωδίωσε, στήθηκε ο προβολέας, η κάμερα, και άρχισα να μιλώ.

Πριν προλάβω καν να ολοκληρώσω την πρώτη μου πρόταση ο κάμεραμαν διέκοψε το γύρισμα και έμπηξε μια φωνή, τύπου: «Παναγία μου, βλέπω και ακούω μπροστά μου ένα φίλο μου!» Έμεινα σύξυλος εγώ, μου πήρε λίγη ώρα να καταλάβω τι συμβαίνει οπότε και με ρώτησε: «Είσαι ο γιος του φίλου μου του τάδε;!» Πριν προλάβει να τελειώσει την πρότασή του, θυμήθηκα ότι ο πατέρας μου είχε ένα φίλο κινηματογραφιστή στο ΡΙΚ, ο οποίος μάλιστα μας είχε ξεναγήσει στα ενδότερα του ιδρύματος όταν ήμουν παιδάκι και πάσχιζα να δω πώς γυρίζονται όλα αυτά τα προγράμματα που με καθήλωναν με τις ώρες στην τηλεόραση. «Είναι απίστευτο, μιλάτε με ακριβώς τον ίδιο τρόπο, είναι σαν να τον ακούω!»

Με τα χρόνια ο οικογενειακός μας φίλος άλλαξε, άλλαξα κι εγώ, δεν με θυμόταν, είχε να με δει από μωρό του Δημοτικού, ούτε εγώ ήξερα τι είχε απογίνει. Τρομερή σκηνή, ξαφνικά ήταν σαν να μεταφέρθηκα από το Art Café στο Πάμε Πακέτο. «Τον θυμάμαι τον παπά σου, είχα πάει μια φορά να τον ρωτήσω για την κατάσταση της υγείας του δικού μου, και αντί να με παρηγορήσει μου είπε ευθέως: θα πεθάνει παρ’το απόφαση!»

Όταν καταλάγιασε ο ενθουσιασμός κι από τις δύο πλευρές, άρχισα να μιλώ στην κάμερα, αλλά όλη αυτή η αναγνώριση που παρέπεμπε σε αρχαίο δράμα με συντάραξε και δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ ιδιαίτερα στο τι έλεγα. Ήμουν αμήχανος και μιλούσα σαν τον Κυβερνητικό Εκπρόσωπο. Χου κέαρς, όμως. Χάρηκα τόσο πολύ που θυμήθηκα τον παπά μου έτσι στα καλά καθούμενα και στ’ αναπάντεχα, που δεν με ενδιαφέρει αν θα βγω στο γυαλί σαν το ξυλάγγουρο.

Αυτό το πράμα είναι το πένθος, φίλε μου. Που με τα χρόνια μετατρέπεται στη χαρά της ζωής. Από την ώρα του συμβάντος είμαι με ένα αδικαιολόγητο χαμόγελο στα χείλη, περιττό δε να πω, πόσο καμαρώνω για το κυνικό και άκρως καυστικό «θα πεθάνει παρ’ το απόφαση», το οποίο θα μπορούσα να είχα πει εγώ. Συνειδητοποιώ, τώρα, σ’ αυτή την ηλικία την αλυσίδα της ζωής και τους κρίκους της, και κατά κάποιο τρόπο γαληνεύω. 

Όσο ήμουν μικρός, όπου πήγαινα και όπου τύχαινε να βρεθώ με ρωτούσαν αν είμαι ο γιος του τάδε, δηλ. του πατέρα μου. Επειδή η ομοιότητα ήταν τρομακτική. Τρομακτική από κάθε άποψη. Σαν παιδάκι που ήμουν, τσαντιζόμουν απίστευτα και ουδόλως μπορούσα να καταλάβω τι κοινό μπορούσα να έχω εγώ με έναν 45αρη, γκριζομάλλη με φαλάκρα. Τις προάλλες, όμως, που είχα πάει για καφέ με ένα φίλο που είχε να δει τον γιο μου πολλούς μήνες, μόλις τον είδε μου είπε εντελώς αυθόρμητα: «Παναγία μου, είστε οι ίδιοι!» Και φυσικά ψήλωσα άλλους δυο πόντους από χαρά και υπερηφάνεια.

Αυτή η αλυσίδα του DNA που δημιουργήθηκε και την οποία εκτιμάς μόνο όταν βρεθείς στη μέση της, ως ο συνδετικός κρίκος, είναι τα μάλα καταπραϋντική. Για τη ψυχή. Αισθάνεσαι τη συνέχεια, την αιωνιότητα. Τη χαρά της διαχρονικότητας. Σαν να είσαι το Toy Story 2 και χαίρεσαι που σου λένε ότι θυμούνται με νοσταλγία το πρώτο ενώ το Toy Story 3 που ετοιμάζεται θα είναι το ίδιο ενδιαφέρον και προβλέπεται να σπάσει ταμεία.

Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω.

Αυτή ήταν η μέρα μου. Ήρθα σπίτι και ξέσπασα ως είθισται μουσικά. 

Δευτέρα, Νοεμβρίου 20, 2017

Ιλαρά, Μαγουλά ή Τέτανο;

Ο κύριος Πολύκαρπος ήθελε να σχολάσει εκτάκτως μισή ώρα νωρίτερα, να πάει το μωρό του για εμβολιασμό. Παρόλη τη σοβαρότητα της περίστασης δίσταζε να ζητήσει άδεια από την προϊσταμένη του γιατί είχε μία εύλογη υποψία πως δεν θα του έβγαινε σε καλό. Κατόπιν τηλεφωνικής συνεννόησης με τη σύζυγό του όμως, και βλέποντας πως κανένας άλλος δεν προτίθετο να πάει το μωρό στον γιατρό, αποφάσισε να ζητήσει την άδεια και γαία πυρί μιχθήτω.

Στις 11:45, η γραμματεύς της διευθύντριας, κυρίας Βάσως, τον κάλεσε να παρουσιαστεί στο γραφείο της. «Ώστε θα πας το μωρό για εμβολιασμό», του είπε χαμηλώνοντας τα γυαλιά της πρεσβυωπίας και κοιτάζοντας τον ενόσω τακτοποιούσε ταυτόχρονα κάποια έγγραφα. «Μάλιστα!» της είπε ορθά κοφτά προσπαθώντας να κρύψει τον κόμπο στο λαιμό του. «Ιλαρά, μαγουλά ή τέτανο;» τον ξαναρώτησε με μια μπάσα φωνή καθώς άρχισε να ξεκουμπώνει το πουκάμισό της.

-          -«Πώς είπατε;»
-         - «Λέω: Ιλαρά, μαγουλά ή τέτανο;»

Η κυρία Βάσω είχε ήδη προτάξει το στήθος της στον κύριο Πολύκαρπο ο οποίος ένιωθε μία σταγόνα ιδρώτα να διασχίζει το καθάριο του κούτελο και να κατευθύνεται προς τη ρίνα του. Το στήθος της ήταν πεσμένο και πλαδαρό. Όσο κι αν το συγκρατούσε ο στηθόδεσμος έδειχνε έτοιμο να ξαμολυθεί σαν χλαπάτσα απ’ τον υπόνομο κι όποιον πάρει ο Χάρος. Επίσης, στο ντεκολτέ της ήταν εμφανέστατη μια σπάνια τριχοφυΐα που παρέπεμπε στην άγρια βλάστηση της Σαβάνας. Θέλοντας να κερδίσει χρόνο, ο κύριος Πολύκαρπος άρχισε να τα μασά: «Ναι, βασικά ο παιδίατρος μας είπε ότι το εμβόλιο του τετάνου το έχουμε ήδη κάμει. Τώρα, λογικά, θα ‘χει σειρά η Ιλαρά…»

-         - «…γι’ αυτό και μου είσαι τόσο ίλαρος απ’ το πρωί!»
-          -«Μπαρδόν;»

Η κυρία Βάσω σηκώθηκε όρθια.

-          -«Άσ'τα μπαρδόν και πλησίασε.»

Η Κυρία Βάσω με μία αργή, βασανιστική κίνηση γύρισε το κλειδί στην πόρτα. Τράβηξε τον κύριο Πολύκαρπο απ’ τη γραβάτα και τον έφερε κοντά της σε απόσταση αναπνοής. Γαρδούμπα. Αυτή η μυρωδιά αναδυόταν από τα μισόκλειστα χείλη της. Ο κύριος Πολύκαρπος άλλαξε χίλια χρώματα. Η κυρία Βάσω απολάμβανε την αμηχανία του. Της προκαλούσε περαιτέρω ηδονή. Ένα γελάκι σχηματίστηκε στο πρόσωπό της απόρροια της σαδιστικής μέθεξης που ανάβλυζε στην ατμόσφαιρα. «Κυρία Βάσω…» ψέλλισε ο μεσόκοπος βιοπαλαιστής. Εκείνη τον διέκοψε φέρνοντας τον δείκτη του αριστερού χεριού της στα χείλη του. «Θέλεις να σχολάσεις στις δυόμιση;» τον ρώτησε γλυκά. «Θα το ήθελα…»

Ο κύριος Πολύκαρπος δεν κατάλαβε για πότε βρέθηκε στα γόνατα. Η κυρία Βάσω τον είχε αρπάξει από τα ψαρά του μαλλιά και τον πίεζε με δύναμη στο αιδοίο της. «Γλείψεεεε, γλείψε σκύλεεεε!» φώναζε, ενόσω απολάμβανε την αιδοιολειξία του υπαλλήλου της. Η ξινίλα και ο ιδρώτας που αναδύονταν από ‘κει κάτω έφεραν τάση εμετού στον κύριο Πολύκαρπο που ένιωθε ανήμπορος να κουνηθεί ή ν’ αντιδράσει. Η κυρία Βάσω, στο μεταξύ, ζούσε την απόλυτη νιρβάνα. Τον πίεζε τόσο σκληρά μέσα της που του κοβόταν η ανάσα. Ύστερα, με μία λαβή που παρέπεμπε σε γιαπωνέζικη πολεμική τέχνη έδεσε τη γραβάτα του γύρω από τον καρπό της και τον έγειρε με φόρα πάνω στο γραφείο της. Χύθηκε ο καφές πάνω σε κάτι αιτήματα, στο κινητό της και πιτσίλισε ελαφρά τα μούτρα του κ. Πολύκαρπου. Η κυρία Βάσω έχωσε με ταχυδακτυλουργική μαεστρία το χέρι της στο ανοιχτό του φερμουάρ, άρπαξε το υπογάστριό του και το έπαιζε. «Αρέσκει σου; Τσόγλανε! Θωρώ το! Νιώθω το!»

Ο κύριος Πολύκαρπος με μια αγκωνιά που βρήκε κατευθείαν στόχο την κυρία Βάσω στο κάτω σαγόνι κατάφερε να απεγκλωβιστεί. Έτρεξε στην πόρτα και την ξεκλείδωσε. Πού να τολμήσει να βγει όμως; Ήξερε πως απ’ έξω καθόταν η γραμματέας της. Και τι μπορεί να σκεφτόταν αν τον έβλεπε σ’ αυτή την κατάσταση; Η μικρή χρονοκαθυστέρηση του κόστισε ακριβά. Η κυρία Βάσω τον άρπαξε απ’ το σβέρκο και με όλες τις δυνάμεις του σκότους να εκρήγνυνται στο βλέμμα της του ψιθύρισε: «βαλ’ μου το εμβόλιο!»

-«Ιλαρά, μαγουλά ή τέτανο;» της είπε σπαράζοντας.

Η κυρία Βάσω τον έριξε με δύναμη στον καναπέ. Ο κύριος Πολύκαρπος χτύπησε το κεφάλι του στη γωνία και αιμορραγούσε. Η προϊσταμένη του, εις μάτην προσπαθούσε να βρει μια στύση να καβαλήσει. Όταν συνειδητοποίησε τη ματαιότητα του εγχειρήματος μία μπανάνα απ’ τη φρουτιέρα στο τραπέζι εμπρός της έκανε τη δουλειά. Κολλώντας του τις χούφτες του στα γυμνά βυζιά της, ανεβοκατέβαινε επάνω στην μπανάνα που του έμπηξε τσουρούτικα μέσα στο φερμουάρ του. Η μπανάνα πολτοποιήθηκε. Έγινε πουρές. Λερώθηκε το παντελόνι του και ό,τι ερχόταν σ’ επαφή μαζί του. «Ιλαρααααααα!» έσκουζε λάγνα η κυρία Βάσω. «Μαγουλάαααααα» τσίριζε ενόσω τριβόταν επάνω του σαν φίδι. Λίγο πριν έρθει σε οργασμό, η κυρία Βάσω έβγαλε από μέσα της ό, τι απέμεινε απ’ τη μπανάνα, το μάσησε και του το έφτυσε στα μούτρα: «Τέτανοοοο!»

Ο κύριος Πολύκαρπος με αίμα, δάκρυα και μπανάνες να στάζουν απ’ τα μούτρα του παρέμενε μισολιπόθυμος στον καναπέ της διευθύντριας του. Η κυρία Βάσω κατευθύνθηκε στην προσωπική της τουαλέτα. Έριξε λίγο νερό στη μούρη της, έχωσε τα βυζιά της μέσα στο σουτιέν της, διόρθωσε το μακιγιάζ της και χτένισε το γιαγιαδίστικο μαλλί της. Βγαίνοντας κατευθύνθηκε στο γραφείο της, σκούπισε με ένα στεγνό μαντίλι τους λεκέδες του καφέ από τα έγγραφα της και κάλεσε στο τηλέφωνο τη Στάλω, την γραμματέα της.

-          -«Ναι κυρία Βάσω» ακούστηκε η φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής.


-         - «Ο κύριος Πολύκαρπος θα σχολάσει η ώρα δυόμιση σήμερα» είπε. 

Παρασκευή, Νοεμβρίου 17, 2017

Επιτελεία

Ας μου εξηγήσει κάποιο κομματόσκυλο, απ’ αυτά που με διαβάζουν, προς τι η χρησιμότητα του επιτελείου. Γιατί χρειάζεται ένα επιτελείο; Δεν εννοώ το ανθρώπινο δυναμικό ενός υποψηφίου. Εννοώ τον χώρο. Γιατί κάθε φορά που έχει εκλογές βλέπουμε διάφορους κεντρικούς χώρους που ήταν ξενοίκιαστοι να μετατρέπονται σε ‘επιτελεία’ στα οποία ουσιαστικά δεν συμβαίνει ποτέ τίποτα, παρά μόνο κάθονται κάποιοι ξέμπαρκοι χασομέρηδες και βλέπουν τηλεόραση;

Θα μου πεις, χρειάζεται ένας χώρος όπου ο πολίτης να αποτείνεται προκειμένου να ενημερωθεί για το πρόγραμμα του εκάστοτε υποψηφίου. Κατ’ αρχάς, σιγά τα προγράμματα, κατά δεύτερον, είναι ανάγκη να νοικιάζονται τόσο μεγάλοι χώροι γι αυτά τα πράγματα; Βρες το πρόγραμμα του υποψηφίου που σε ενδιαφέρει στο διαδίκτυο. Αν διαφέρει δηλαδή από αυτό που σου πρόταξε την προηγούμενη πενταετία.

Στο επιτελείο σερβίρεται καφές; Παρέχεται κλιματισμός; Δωρεάν wifi; Γιατί αν αυτά αποτελούν υπηρεσίες, ουσιαστικά ανοίξατε καφενέ. Τι ώρες λειτουργούν τα επιτελεία; Έχουν ωράριο, 9:00 με 18:00, ας πούμε; Μπορείς να βρεις εκεί τον υποψήφιο και να συζητήσεις μαζί του; Είναι, φερ’ ειπείν κάτι σαν το σπίτι του Μίκυ στη Ντίσνεϊλαντ; Πας εκεί, στέκεσαι στην ουρά και φωτογραφίζεσαι μαζί του και τον ρωτάς τη γνώμη του για κάποιο θέμα; Σου απαντά αμέσως ή συσκέπτεται πρώτα; Για τον Μίκυ Μάους έχει καλώς, το καταλαβαίνω. Ποιος άνθρωπος θέλει να φωτογραφηθεί με υποψήφιο των προεδρικών εκλογών της Κύπρου;

Αν έπρεπε να έχουν κάποιο ενδιαφέρον τα επιτελεία, θα έπρεπε να είχαν στηθεί σαν μουσεία, σαν γκαλερί. Ας πούμε, να μπορείς να δεις εκθέματα από τη ζωή του υποψηφίου. Το πρώτο nintendo του Νικόλα, τη συλλογή από ουίσκι του Αναστασιάδη, τον κόκκινο καναπέ του Μαλά, φωτογραφίες από το ταξίδι του μέλιτος του Λιλίκα και της Βαρβάρας στις Μαλδίβες. Να έχει κάποιο ενδιαφέρον, ρε παιδί μου. Να ξέρεις το πόθεν έσχες του, την ποπ κουλτούρα του.

Αν είχαν κάποιο στοιχειώδες χιούμορ θα μπορούσαν να πουλούν και κουλουράκια σε σχήμα «θα». Ή μαγνήτες ψυγείου σε σχήμα «θα». ‘Η φανέλες που θ’ αναγράφουν «θα». Ή φλιτζάνια τσαγιού που όταν πίνεις το ρόφημα θα εμφανίζεται σαν κατακάθι το «θα». Σε πειράζει το «θα;» Γάμα το. Σκέψου τι ωραία που θα ήταν να πωλούνται φανελάκια με τη μουτσούνα του εκάστοτε υποψηφίου σαν πίνακας του Γουόρχωλ. Τύπου Μέριλιν Μονρό σε διάφορα χρώματα. Ή φωτογραφικά λευκώματα από τα παιδικά του χρόνια. Να δικαιολογείται και η ενοικίαση του χώρου. Να γίνουν πραγματικά souvenir shops. Πραγματικά μου είναι αδύνατον να συλλάβω το concept λειτουργίας του επιτελείου, ως χώρου όπου ουσιαστικά δεν συμβαίνει τίποτε μέσα. Υπάρχουν βέβαια κάτι κομματόφατσες που τα επανδρώνουν που και που, ευχόμενοι να εξαργυρώσουν την αφοσίωσή τους με κάποιο διορισμό στο μέλλον, αλλά δεν αρκούν για να σε παρακινήσουν να τα επισκεφτείς.


Επιτελεία, βάλτε μια τελεία. 

Τετάρτη, Νοεμβρίου 15, 2017

My Number One

Σήμερα ήταν τα γενέθλια του γιου μου και από τη χαρά μου ξύπνησα με μια λαχτάρα που όμοιά της είχα να νιώσω από κάτι εποχές που ξυπνούσα την ημέρα των Χριστουγέννων και έτρεχα κάτω από το δέντρο να δω αν ήρθε ο Άγιος Βασίλης. Είναι απίστευτο το πόση ευτυχία και ενέργεια σου μεταδίδει ένα μωρό, ειδικά εμένα, που τις γιορτές και τα γενέθλια τα έχω πλέον απομυθοποιήσει και καταργήσει. Τα δικά μου έχω να τα γιορτάσω πολλά χρόνια, άσε που πλέον με αγχώνουν παρά με χαροποιούν. Τις δε ονομαστικές εορτές τις έχω αποβάλει από τη ζωή μου από το σχολείο κιόλας, μιας και θεωρώ αστείο να πρέπει να εύχομαι σε κάποιον χρόνια πολλά απλά και μόνο επειδή τον λένε Γιώργο, Ανδρέα, Γιάννη εξ αιτίας ενός Αγίου.

Παρόλα αυτά, σήμερα το πρωί πετάχτηκα σαν ελατήριο απ’ το κρεβάτι, έτρεξα στην κουζίνα, έστησα το δώρο του μωρού στο κέντρο του χαλιού, πήρα τη βιντεοκάμερα και τράβηξα τις αντιδράσεις του την ώρα που έσκιζε το περιτύλιγμα, έβαλα τα καλά μου τα ρούχα και τον πήγα στο Λούνα Παρκ. Εννοείται πήραμε άδεια από τη δουλειά μας κι εγώ και η Μπρέντα διά τους εορτασμούς. Στο Λούνα Παρκ τον βάλαμε να κάτσει σε όλα τα παιδικά παιχνίδια, αυτά τα χαζά αυτοκινητάκια που πάνε πέρα δώθε με ένα ευρώ και τα οποία περισσότερο σε υπνωτίζουν παρά οτιδήποτε άλλο, και εννοείται φωτογραφίζαμε κατά ριπάς κάθε του αντίδραση σαν υπέροχοι χάχες.

Ύστερα γυρίσαμε στο σπίτι, τον βάλαμε για ύπνο για να αντέξει το απογευματινό του πάρτι με το συγγενολόι. Για να καταλάβεις πόση ντόπα σου δίνει το μωρό, πέρασα ωραία! Απίστευτο; Με τη μάνα μου, την πεθερά μου, τη γιαγιά μου με το αλτσχάιμερ, τη Νεπαλέζα που μας καθαρίζει. Λεπτό δεν τσαντίστηκα. Τολμώ να πω ότι τις αγάπησα κι ένα δράμι περισσότερο όλες εξ αιτίας του γιόκα μου. Προβάλαμε και το βίντεο που ετοίμασα, είπαμε τα τραγούδια μας, φάγαμε τα γλυκά μας… μα δεν έγινε τίποτε το άξιο αναφοράς κι όμως έλαμπα από πάνω μέχρι κάτω! Απίστευτα πράματα.

Η γιαγιά μου με ρώτησε πάνω από δέκα φορές πόσων χρονών έκλεινε ο γιος μου. Ο γιος μου, που ακόμα δεν περπάτησε καλά, καλά. Της απαντούσα στωικά. Πρέπει να είπα πενήντα φορές την απάντηση "ενός!" Κι όμως, ούτε ίχνος δυσφορίας εκ μέρους μου. Ύστερα με ρώτησε εκατό φορές ποιοι ήταν οι δύο νεαροί που παρευρίσκονταν στο πάρτι (οι αδελφοί της Μπρέντας) και με ρώτησε αν ο ένας ήταν ο πατέρας του άλλου. Μετά με ξαναρώτησε πόσων χρονών έκλεισε ο γιος μου, ενώ όταν βλέπαμε το βίντεο μας ρώτησε ποιοι ήταν οι εικονιζόμενοι (εμάς έβλεπε).

Αχ, η ζωή! Να καλωσορίζεις τον έναν, αποχαιρετώντας σχεδόν τον άλλον. Α, ναι. Σε κάποια φάση η μάνα μου θυμήθηκε ότι ο πατέρας μου πέθανε και έβαλε τα κλάματα επειδή το μωρό έχει μόνον έναν παππού. Και ο γιος μου άρχισε να κλαίει τη δέκατη πέμπτη φορά που άλλαξε χέρια συγγενών επειδή «θέλω να τον χαρώ κι εγώ λίγο». Άνθρωπος είναι, όχι παιχνίδι.

Μια χαρούμενη ατμόσφαιρα, αγαπητέ. Εγώ πέρασα ωραία. Και ήρθαμε σπίτι προ ολίγου, κάναμε το μπάνιο μας, ήπιαμε το γάλα μας, ξαπλώσαμε και μου έκανε μία αγκαλιά απερίγραπτη, σαν να έλεγε «ευχαριστώ, πέρασα υπέροχα» και ξεράθηκε.

Ξαναζώ μέσα από τον γιο μου, φίλε μου! Όλες οι χαζές πτυχές της ζωής που είχαν κορεστεί, ξαναβρήκαν νόημα και λόγο ύπαρξης. Μέσα από τον γιο μου ξαναμπαίνω στη διαδικασία να δημιουργώ, να σκέφτομαι, να προγραμματίζω, να ενδιαφέρομαι. Είναι επικίνδυνο, το ξέρω. Μα, όσο το ελέγχω και ισορροπώ έχειν καλώς. Γιατί στο μέλλον, όταν θα έχει αναπτύξει προσωπικότητα  δική του προβλέπονται μεγάλες εσωτερικές αλλά και εξωτερικές μάχες. Όπως μου έγραψε σήμερα μία φίλη, στην πιο σοφή ευχή που έλαβα: «Να σας ζήσει και να τον δείτε όπως θέλετε κι όπως αυτός θέλει και ελπίζω εκεί να υπάρξει σύγκλιση!»


Άντε καληνύχτα σας.

Κυριακή, Νοεμβρίου 12, 2017

Βινύλια

Δεν μου λέτε κάτι εσείς οι νεολαίοι που είστε πιο μπασμένοι μες τα πράματα.

Είναι μεγάλη μαγκιά να ακούτε μουσική βινυλίου; Θεωρείται χιπστεριά; Θεωρείται ιν;

Γιατί εγώ όταν ήμουν μωρό και πήγαινα στο σπίτι του πατέρα μου, άνοιγα κάτι συρτάρια βιβλιοθήκης γεμάτα βινύλιο και τα πέταγα στον αέρα σαν σαΐτες και ουδείς μου έλεγε να προσέχω γιατί αυτά μια μέρα θα θεωρούνται αντίκες. Τα είχαν για πέταμα. Επίσης, έπιανα κάτι σαρανταπεντάρια και τα έκανα σουβέρ για το ποτήρι και το πιάτο μου και ποτέ κανείς δεν μου είπε «πρόσεχε, αυτά μια μέρα θα αποτελέσουν εισιτήρια εισδοχής σε κοινωνικό κίνημα».

Αγοράζω βινύλια. Όπου βρω μαγαζί που πουλά τέτοια, σε Αθήνα και Λευκωσία, μπαίνω μέσα. Αλλά δεν τα αγοράζω γιατί τη βρίσκω με το χράτσα-χρούτσα που κάνει ο δίσκος. Δεν έχω καν πικάπ για να τα παίζω. Ίσως πάρω μια μέρα. Προς το παρόν τα αγοράζω καθαρά για τη συναισθηματική τους αξία. Για να τα έχω στη δισκοθήκη μου να τα βλέπω, να αγαλλιάζω. Και τα περισσότερα βινύλια που αγοράζω αφορούν σε άλμπουμ που τα διαθέτω ήδη ψηφιακά, είτε με την μετατροπή τους από αγορασμένα cds, είτε κατεβασμένα από το i-tunes store. Είναι θεραπευτική η αγορά τους. Όπως παλιότερα αγόραζα στρουμφάκια για να αναβιώσω μέσα μου εκείνη την παιδική χαρά που αισθανόμουν κάθε φορά που ο πατέρας μου, μου αγόραζε μερικά από το περίπτερο. Όπως κάθομαι και βλέπω με τις ώρες Παιχνίδια Χωρίς Σύνορα και Τρεις Χάριτες στο Youtube για να νιώσω ότι είμαι ακόμα Δημοτικό – Γυμνάσιο και έχω μηδέν έγνοιες… έτσι και με δαύτο.

Δεν μπορώ να αντιληφθώ γιατί τα τελευταία χρόνια όλοι γύρισαν σ’ αυτό. Αν θα γυρίσουμε και στην κασέτα να μου το πείτε. Έχω δεκάδες VHS καταχωνιασμένες σε κάτι μπαούλα, να μην τις πετάξω. Μα, να υπάρχει η δυνατότητα απόλαυσης ψηφιακού, κρυστάλλινου ήχου, αλλά να προτιμάτε -το κατά τα άλλα ατμοσφαιρικό δεν αντιλέγω-, βινύλιο με τα χίλια γδαρσίματα και φθορές; Τέλος πάντων… De gustibus non est disputandum.

Εγώ όπου βρω μαγαζί με βινύλια μπαίνω και ψάχνω. Αλλά το τι συναντώ εκεί μέσα δεν περιγράφεται. Χθες μπήκα σε ένα μαγαζί που είχε τα βινύλια μέσα σε κάσες (σαν τα βρακιά της λαϊκής) και κατηγοριοποιημένα αυστηρώς σε «μέταλ», «ρέγκε», «ντίσκο» και… «ελληνικά καλτ». Βαθμός κόμπλεξ: δέκα με τόνο. «Ελληνικά καλτ». Τι είναι το καλτ, δεν ξέρω ακριβώς. Mάθετε μου. Ίσως ο Φλωρινιώτης, ίσως η Έφη Θώδη, εγώ πάντως μέσα στην κάσα βρήκα μόνο Στράτο Διονυσίου, Χάρις Αλεξίου, Γιάννη Πάριο, Άννα Βίσση, Δάκη και Πασχάλη. Την αφρόκρεμα του ελληνικού τραγουδιού τη δεκαετία του ’70, ’80 και όχι μόνο.

Ήταν και οι καταστηματάρχες εκεί, και δήθεν επέβλεπαν την κατάσταση, μία κοπέλα και ένας τύπος που στάνταρ ήταν υπό επήρεια ναρκωτικών ή καθυστερημένοι σκέτο, και με κοίταζαν σαν εξωγήινο επειδή δεν έπεσα με τα μούτρα στην κάσα με τις ρέγγες και τα σίδερα. «Πώς να βοηθήσουμε φίλε;», «Θέλω ό,τι έχετε σε Άννα Βίσση και Καρβέλα», τους λέω, και βλέπω αμέσως το πρόσωπό τους να σκοτεινιάζει. Προφανώς το βινύλιο είναι κίνημα, δεν σηκώνει τέτοια, άμα θες μουσική της πλάκας, ορίστε η κάσα με τα «καλτ» ψάξε και ό, τι βρεις υπ’ ευθύνη σου. Αυτό το vibe κυριάρχησε στην ατμόσφαιρα. Τέλος πάντων, αγόρασα δυο δίσκους που τους είχα ήδη. Γιατί έτσι.

«Δώδεκα ευρώ» μου ζήτησε ο τύπος. Δεν μου έδωσε απόδειξη. Το προσπέρασα. Του ζήτησα μια σακούλα να βάλω μέσα τις αγορές, δεν είχε. Άρχισε να ψάχνει μέσα στο μαγαζί, δεν έβρισκε. Σηκώθηκε η γκόμενα να τον βοηθήσει, πήγε στα πισινά και γύρισε με μια χρησιμοποιημένη σακούλα από σουπερμάρκετ της κακιάς ώρας. «Σε πειράζει αυτό; Δεν έχουμε κάτι άλλο». «Θεέ μου», ήθελα να τους πω, «πλένεστε ποτέ;»


Σηκώθηκα κι έφυγα. Του βινυλίου ο κόσμος! 

Πέμπτη, Νοεμβρίου 09, 2017

Η Πατρότητα Ως Τώρα

Το υπέροχο μου γιούδιν γίνεται ενός έτους την ερχόμενη βδομάδα.

Η φετινή χρονιά πέρασε πάρα πολύ γρήγορα, σαν την πρώτη χρονιά στον στρατό. Όπως δεν είχα καταλάβει τότε από πότε πέρασα από τελειόφοιτος λυκείου σε νεοσύλλεκτος οπλίτης και βρέθηκα δόκιμος αξιωματικός μέσα σε 5 μήνες, έτσι και τώρα με την πατρότητα. Πότε τον κράτησα για πρώτη φορά στα χέρια μου στο μαιευτήριο και πότε άρχισε να κάνει τα πρώτα του βήματα, ένας Θεός ξέρει. Τα στάδια προόδου αλλάζουν τόσο γρήγορα την πρώτη χρονιά που ο εγκέφαλος δεν προλαβαίνει να τα χωνέψει και να τα απομνημονεύσει. Αυτές τις μέρες μοντάρω ένα επετειακό βίντεο κλιπ για τα πρώτα του γενέθλια και ξαναβλέπω όλη την εξέλιξη. Μαγικά πράγματα. Ούτε που κατάλαβα πότε έγιναν όλα αυτά. Έζησα εμπειρίες δέκα χρόνων σε δώδεκα μήνες.

Μπορώ να σου μιλώ μέρες για τον γιο μου. Ξέρω ότι δεν εξυπηρετούν σε τίποτε αυτά τα κείμενα και ότι πολύ πιθανόν να τα βρίσκεις άσκοπα και βαρετά, αλλά πρέπει να το ομολογήσω: Είναι το καλύτερο πράγμα που μου έχει συμβεί. Είναι το καλύτερο μωρό του κόσμου. Ακόμα και τα ελαττώματά του τα λατρεύω, γιατί μέσα σ’ αυτά αναγνωρίζω εμένα, αλλά και τη γυναίκα μου. Όταν βαριέται, όταν μουρμουρά, όταν εκδηλώνει δυσαρέσκεια με βλέπω σ’ αυτόν. Πώς να του θυμώσω; Αφού κι εγώ έτσι είμαι. Θα κακίζω σ’ αυτόν αυτά που πήρε από μένα; Από πού κι ως πού; Από την άλλη δεν πρέπει και να τον ενθαρρύνω να ξεσαλώνει. Πολύ δύσκολο να κρατήσω τις ισορροπίες.

Κάθε βράδυ κάνουμε μαζί μπάνιο και παίζουμε με τα στρουμφάκια και τα παπάκια μες τους αφρούς. Ύστερα τον ταΐζει η Μπρέντα και μου τον παραδίδει για νυχτερινές αγάπες και αγκαλιές ώσπου να τον πάρει ο ύπνος. Τον τελευταίο καιρό που έχει αναπτύξει κάπως περισσότερο τις ικανότητες της συγκέντρωσης και της προσοχής, άρχισα να του λέω παραμύθια. Εννοείται πως βαριέμαι αφάνταστα να λέω κάθε βράδυ το ίδιο παραμύθι σε ένα πλάσμα που απλά με κοιτάζει και μασουλά μία πιπίλα, οπότε προκειμένου να το διασκεδάζω κι εγώ, παραφράζω τα παραμύθια όσο μπορώ και σπάω πλάκα μόνος μου. Βάζω τα γέλια δυνατά έτσι όπως τα μπολιάζω με διαστροφή τα παραμύθια, τον παρασύρω και γελά κι εκείνος.

Του διηγούμαι τη Χιονάτη, αλλά αλλιώς. Του λέω πως έτρεχε να σωθεί από τη μητριά της που έπασχε από ναρκισσιστικό σύνδρομο και από την πολλή την αυταρέσκεια αποτρελάθηκε τελείως και κατέληξε να μιλά με τον καθρέφτη, σαν τη Βίκυ Σταμάτη, τη γυναίκα του Τσοχατζόπουλου. Και ο γιατρός αναγκάστηκε να της αυξήσει τα χάπια, αλλά εκείνη δεν τα έπαιρνε, με αποτέλεσμα μια μέρα να βγει εκτός εαυτού και να τρέχει τη Χιονάτη να τη σφάξει μες το σπίτι, με την τελευταία να καταλήγει σε ένα καταφύγιο στο δάσος. Το καταφύγιο εν τέλει ήταν μία λέσχη για ηλικιωμένους νάνους όπου μαζεύονταν τα απογεύματα και έπαιζαν χαρτιά. Οι νάνοι χάρηκαν τρομερά που καθώς έπαιζαν πρέφα ξεχασμένοι απ’ τα εγκόσμια βρέθηκαν με μια κοπέλα να τους φτιάχνει τοστ και καφέδες. Έδωσαν μεροκάματο στη Χιονάτη και τη ρώτησαν αν θέλει κάτι να την κεράσουν. Εκείνη παρήγγειλε μια τυρόπιτα και ένα πακέτο τσιγάρα Prince. Οι νάνοι έστειλαν τον Χαζούλη στο περίπτερο αλλά εκείνος έκανε δέκα ώρες να γυρίσει έτσι η Χιονάτη άρχισε να τραγουδά “someday my Prince will come…”. Οι νάνοι έμειναν έκθαμβοι απ’ τη φωνή της και τη ρώτησαν γιατί δεν δήλωσε συμμετοχή στο Voice. Τραγούδι στο τραγούδι, ρεφρέν στο ρεφρέν μεράκλωσαν και άρχισαν να τραγουδούν και να χορεύουν ζεμπεκιές. Ένα ελάφι τους πήρε χαμπάρι και πήγε και τους κάρφωσε στη κακιά μητριά, η οποία προκειμένου να τελειώσει τη δουλειά εμφανίστηκε στο κατώφλι τους πουλώντας μήλα. Η Χιονάτη δεν ήθελε να διακόψει τη ζεμπεκιά της και ρώτησε έναν νάνο: «ποιος διάολος είναι τέτοια ώρα;», εκείνος της είπε «μια σκατόγρια που πουλά μήλα!» Η Χιονάτη του είπε «δώσ’ της δκυο ευρώ να φύει, να μας αφήσει ήσυχους». Όμως ο νάνος που ήταν πολύ αυνάνος τελικά αγόρασε από την γριά ένα βάζο γλυκό καρυδάκι και ένα σακούλι μήλα και τα άφησε στο τραπέζι. Η Χιονάτη πριν πέσει καθάρισε να φάει ένα μήλο, για να κάνει τον γιατρό πιο πέρα, αλλά επειδή έτρωγε και μιλούσε ταυτόχρονα της στάθηκε στον λαιμό και πνίγηκε. Κάτι τέτοια του λέω και γελώ, και γελά και το μωρό.

(Τι άλλο παραμύθι να του πω; Θέλω να του πω για τον Πινόκιο που άμα έλεγε ψέματα μεγάλωνε το πουλί του, ή για τα τρία γουρουνάκια που τα εξανάγκαζε ο κακός ο λύκος σε τρίο, αλλά νιώθω ότι το πάω μακριά. Ίσως σκεφτώ κάτι πιο σοφτ, όπως τη Σταχτοπούτα στο my style rocks, να τσακώνεται με τη Ραμόνα: «Ντεν πας με το γκυάλινο γκοβάκι στον κορό, ντεν μπας! Είμαι σε λάτος παιχνίντι; Πείτε μου να πάω σπίτι μου!»)


Ύστερα το γιούδιν μου ξεραίνεται, κοιμόμαστε αγκαλιά στο κρεβάτι το μεγάλο ώσπου να τον μεταφέρω στο δικό του. Κοιμάμαι πλέον απ’ τις 9:00-10:00. Εγώ που πριν λίγα χρόνια αν δεν πήγαινε μία το πρωί δεν έκλεινα μάτι. Ξυπνώ στις 6:30. Τρομαχτικό. Για κάποιο λόγο, πες το γήρας, πες το έλλειψη αντοχών, πες το ευτυχία, πες το όπως θες, εγώ δεν παραπονιέμαι.