Τετάρτη, Ιουλίου 29, 2015

Μουδιασμένο Καλοκαίρι

Το καλό με το φετινό καλοκαίρι είναι ότι δεν μας έδειξε νωρίς τα δόντια του. Έφυγε σχεδόν ο Ιούλιος και ακόμα καλά-καλά, δεν ανοίξαμε κλιματιστικό στο σπίτι. Αυτό είναι ανακουφιστικό για έναν άνθρωπο σαν εμένα που απεχθάνεται το καλοκαίρι όσο τίποτα στον κόσμο, και δη το κυπριακό καλοκαίρι, που αποτελεί τη χαρά της πλέμπας. Βέβαια, έτσι όπως έχει καταντήσει ο καιρός δεν θα εκπλαγώ αν ο καύσωνας πάρει μετάθεση για τον Ιανουάριο, και βγάλουμε τα Χριστούγεννα μπροστά στον ανεμιστήρα. Μια φορά, ως τωρά, φτηνά τη γλιτώνουμε.

Φέτος δεν θα πάμε διακοπές. Λόγω του ότι ξοδέψαμε όλα μας τα χρήματα στον μήνα του μέλιτος και όλη μας την άδεια, είμαστε καταδικασμένοι να περάσουμε τον Αύγουστο στη Λευκωσία με ελάχιστες μονοήμερες εκδρομές. Μία Λευκωσία, που ευτυχώς, φαντάζει πανέμορφη τα σαββατοκύριακα που φεύγουν όλοι και μπορούμε να κυκλοφορούμε οι υπόλοιποι ξέγνοιαστοι. Θα μου κακοφανεί σε κάποια φάση, δεν το συζητώ. Αλλά προς το παρόν αντέχω.

Προκειμένου να επιβιώσω έχω αφοσιωθεί σε νέες θεατρικές ασχολίες. Ετοιμάζουμε δυο παραστάσεις, σχεδόν ταυτόχρονα και με τις δυο ομάδες στις οποίες συμμετέχω. Δευτέρα – Πέμπτη έχω πρόβες με τον «Προμηθέα», Τρίτη – Τετάρτη με την “Obiter Dicta”. Την πρώτη ομάδα την σκηνοθετώ κιόλας, οπότε καταλαβαίνεις ότι έχω μοιραστεί σε 250 κομμάτια. Είναι πάρα πολύ κουραστικό να πρέπει να συνδυάσεις και τις δυο ομάδες, διότι το μυαλό σου δεν ξέρει πού να πρώτο-αφοσιωθεί. «Όποιος λειτουργεί δυο εκκλησιές, της μιας γελά της» που λέει και ο σοφός λαός.

Μα δεν μπορούσα να θυσιάσω καμία ομάδα υπέρ της άλλης. Με τα χρόνια, σχεδόν δέκα τον αριθμό, τις αγάπησα και τις δύο τόσο πολύ, που δεν μου πάει η καρδιά να θυσιάσω τους μεν για τους δε. Με τέτοιο ωρολόγιο πρόγραμμα, αντιλαμβάνεσαι ότι περνούν οι εβδομάδες και δεν το παίρνω χαμπάρι. Οκτώβριο ανεβαίνουμε με τον «Προμηθέα», αρχές Νοεμβρίου με τους Δικηγόρους. Θα σας το πω να έρθετε, άμα είναι, αν δεν μας βαρεθήκατε τόσα χρόνια δηλαδή.  

Οι γύρω μας κάνουν παιδιά και εμείς παίζουμε θέατρα. Όλοι μας οι φίλοι γέννησαν ή είναι θέμα χρόνου να γεννήσουν. Όσο το σκέφτομαι, απορώ με τον εαυτό μου. Τι τα θέλεις τα θέατρα 34 χρονών γαΐδαρος; Κάτσε σπείρε ένα γιο να δεις προκοπή, άχρηστε! 

Γενικότερα έχω πολύ άγχος τελευταία. Για πολλά θέματα. Ιατρικά, βιοποριστικά, οικογενειακά, υπαρξιακά. Όσο τα σκέφτομαι, τόσο περισσότερο παραμένω άπραγος και περιμένω τους βαρβάρους να περάσουν από πάνω μου σαν τσουνάμι, τύπου «γαία πυρί μειχθήτω» και αφήστε μας ήσυχους. Αφού να φανταστείς, από το άγχος άρχισα να παραμιλώ στον ύπνο μου. Εδώ και καιρό ξυπνώ τη Μπρέντα στα μισά της νύχτας και της λέω αρλούμπες, τις οποίες φυσικά, το επόμενο πρωί, ούτε που θυμάμαι πως τις ξεστόμισα. Ευτυχώς, μέχρι στιγμής δεν είπα κάτι για το οποίο να ντρέπομαι. Λέω ανοησίες, αλλά ευτυχώς όχι επικίνδυνες ανοησίες. Τη μια φορά της είπα «φέρε τις φανέλες να τις πάρουμε του Λαζόπουλου» (με τον Λαζόπουλο δεν έχω καμία σχέση, ούτε τον παρακολουθώ, ούτε φαν του είμαι, ούτε τίποτε), ενώ την δεύτερη φορά ξύπνησα τη Μπρέντα και τη ρώτησα «Πού είναι η αναρή;» (!) Εντάξει, η αναρή είναι απόρροια της πρόσφατης δίαιτας, κατανοητό. Ο Λαζόπουλος και οι φανέλες πόθεν μου ήρθαν, ακόμα το ψάχνω.

Μπήκα στο ίντερνετ και διάβασα ότι το παραμιλητό είναι απότοκο άγχους και έλλειψης ύπνου. Δόξα τω Θεώ, από ύπνο, να ‘ταν κι άλλος. Άρα, φταίει το άγχος. Αυτό θα μας φάει, να μου το θυμηθείς.

Κάπως έτσι κυλά το φετινό καλοκαίρι. Μουδιασμένα και δειλά. Πού θα πάει, θα έρθει και η στιγμή που θα αναγκαστούμε να παίξουμε τους πραγματικούς μας ρόλους. Επειδή δεν θα έχουμε άλλη επιλογή.

Αδιός. 

Παρασκευή, Ιουλίου 24, 2015

Κυπριακό Μπεστ Σέλλερ

Έχετε παρατηρήσει ότι δεν υπάρχουν σύγχρονα μυθιστορήματα που να αφορούν τη ζωή στην Κύπρο;

Μα, γιατί άραγε;

Διαβάζω τώρα ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στη Νορβηγία και αφορά τη ζωή ενός αγοριού που έγινε πατέρας και μας εξιστορεί την πορεία προς την ενηλικίωση. Πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, που ώρες – ώρες μου θυμίζει τη ζωή μου (ειδικά εκεί που περιγράφει πως εξοικειώθηκε με το πέος του που είχε κλίση προς τα αριστερά), και η οποία περιέχει νορμάλ χαρακτήρες, θείους, θείες, γονείς, παππούδες. Αναρωτιόμουν γιατί δεν βρέθηκε ένας Χριστιανός να γράψει μία ενδιαφέρουσα ιστορία με επίκεντρο την κυπριακή πραγματικότητα.

Όσα βιβλία γράφτηκαν από σύγχρονους Κύπριους συγγραφείς είτε αφορούν το ’74, είτε τη ζωή στην Κύπρο του Πάππου Φιλίππου, τύπου «ιστορίες του χωρκού», είτε κάτι ανεκδιήγητες Ελένες Πόρνες που πιο πολύ τον γέλωτα προκαλούν παρά το ενδιαφέρον μας. Μα αυτά είναι η Κύπρος, θα μου πεις.

Όταν ζεις σε μια αδιάφορη χώρα που όλα είναι προβλέψιμα, και περιβάλλεσαι από κόσμο που το highlight της ζωής του είναι ο γάμος και τα βαφτίσια, πώς να εμπνευστείς να γράψεις κάτι περισσότερο από το ’74; Και να βρεθεί δηλαδή κάποιος, να επινοήσει ένα μυστήριο και να το τοποθετήσει στην Κύπρο, το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα πείσει κανέναν. Θα θεωρηθεί σενάριο επιστημονικής φαντασίας.

Αν φερ’ ειπείν αποφασίσω εγώ να γράψω για ένα διαστημόπλοιο που προσγειώθηκε στην ορεινή Γαλάτα το 1967 και αποβίβασε ένα λόχο εξωγήινων που βίασε όλο το χωριό με αποτέλεσμα τα θύματα να γεννήσουν νόθα τέκνα με κεραίες και υπερφυσικές ικανότητες, ουδείς θα το βρει ενδιαφέρον. Αλλά αν γράψω για τον αγνοούμενο γιο της κυρίας Μαρούλλας από τη Γαλάτα που τον περιμένει να επιστρέψει 50 χρόνια τώρα, και κλαίει όλη μέρα μπροστά στο αναμμένο κερί του, μπορεί να γίνει best seller και να πάρει και βραβείο.

Επίσης, σκέφτομαι, ότι κανένα σύγχρονο μυθιστόρημα που εξελίσσεται στην Κύπρο δεν μπορεί να έχει ενδιαφέρον αν οι χαρακτήρες έχουν κλασικά κυπριακά ονόματα. Ποιος θα κάτσει να διαβάσει ιστορία με πρωταγωνιστή έναν Πάμπο ή μίαν Σταυρούλα; Κανένας. Αν πάλι τους βαφτίσεις με ονόματα πιο πομπώδη ώστε να είναι πιο χαρακτηριστικά και να τα θυμάται ο αναγνώστης, αυτόματα καθίστανται μη ρεαλιστικά και μη πειστικά. Φαντάζεσαι να γράψεις για ένα ερωτικό τρίγωνο στο Αυγόρου μεταξύ του Αλκιβιάδη, της Ιόλης και του Περσέα; Θα γελάσει και το τελευταίο κοκκινοχώρι.

Όλα στην Κύπρο είναι καταδικασμένα.


Αυτό ήθελα να σου πω, και τώρα πάω πίσω στη Νορβηγία μου.  

Πέμπτη, Ιουλίου 23, 2015

Καλύτερα Να Τραγουδάς Παρά Να Μιλάς

Με αφορμή τις χθεσινές δηλώσεις του Χρήστου Θηβαίου για την πολιτική κατάσταση στη χώρα, επανέρχεται στο προσκήνιο ένα θέμα για το οποίο ξαναμιλήσαμε σ’ αυτό εδώ το μπλογκ: το κατά πόσον είναι δόκιμο οι διάσημοι καλλιτέχνες να παίρνουν θέση για την πολιτική επικαιρότητα. Όπως είχα πει και τότε, θεωρώ ότι οι καλλιτέχνες στην πλειοψηφία τους ζημιώνουν από τέτοιες τοποθετήσεις και γι αυτό είναι καλύτερα να τραγουδούν και να παίζουν παρά να προσπαθούν να μας κάνουν μαθήματα αγωγής του πολίτη.

Ας δούμε πιο αναλυτικά τους κερδισμένους και χαμένους αυτών των ημερών.

Ο Χρήστος Θηβαίος, μεταξύ άλλων, είπε στη δημοσιογράφο ότι το επάγγελμα που εξασκεί, αυτό δηλαδή της ραδιοφωνικού παραγωγού, δεν είναι παραγωγικό και ως εκ τούτου θα έπρεπε να το εγκαταλείψει και να πάει να ασχοληθεί με τη χημεία, την οποία σπούδασε. Όταν η δημοσιογράφος του αντέστρεψε το επιχείρημα, ότι κι αυτός θα έπρεπε να παρατήσει το τραγούδι και να κάνει μια δουλειά της προκοπής, ο κ. Θηβαίος απάντησε ότι η πραγματική του δουλειά είναι καθηγητής πανεπιστημίου.

Έκανα μία απλή έρευνα στο google και ανακάλυψα ότι ο κ. Θηβαίος διδάσκει ‘δημιουργική γραφή’ στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Αντιλαμβάνεσαι ότι κατά τον κ. Θηβαίο η δημιουργική γραφή είναι ο ορισμός της παραγωγικότητας για τη χώρα. Κατακόρυφα θα ανέβει το κατά κεφαλήν εισόδημα του Έλληνα μετά από τόση δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο. Σιγά τα εφαρμοσμένα μαθηματικά και την πυρηνική φυσική, σενιόρ! Χαίρομαι που λέτε τις αηδίες που λέτε, γιατί ουδέποτε είχα σε υπόληψη τον «έντεχνο» (υπό)κοσμο και τώρα μου αποδεικνύετε πόσο δίκαιο έχω.

Δεν έχω χειρότερο από το να μου κουνά το δάχτυλο ο κάθε Θηβαίος, ο οποίος, για να λέμε και την αλήθεια, αν αύριο έρθει λιμός και καταποντισμός, το λιγότερο που θα μας λείψει είναι η καλλιτεχνική του υπόσταση και παρακαταθήκη. Με λίγα λόγια, πολλή αξία τους δώσαμε για να ζητάμε και την άποψή τους.

Τις προάλλες, ένας άλλος εξίσου αντιπαθής κατ' εμέ κύριος, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, ειρωνεύτηκε τον Κύπριο Υπουργό Οικονομικών επειδή δεν υποστήριξε τις (άκρως αόριστες) θέσεις του Βαρουφάκη στο Γιούρογκρουπ. «Καμαρώστε έναν Έλληνα» έγραψε στον λογαριασμό του στο Facebook. Ποιος; Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας! Που σε πλήρη συγχορδία με τον άλλον σιχαμένο, τον Θάνο Μικρούτσικο, εν έτει 2011 έδιναν συναυλία υπέρ του Χριστόφια και της ανεκδιήγητης πολιτικής του, που σκότωσε 13 ανθρώπους στο Μαρί. «Καμαρώστε Έλληνες», indeed.

Άλλος ένας χαμένος των ημερών είναι ο Σάκης Ρουβάς. Όσο συμπαθής κι αν μου είναι ως άνθρωπος, κι όσο και αν ταυτίζομαι με το είδος της μουσικής που εκπροσωπεί, το βίντεο που λάνσαρε ως υποστήριξη στο ΝΑΙ του Δημοψηφίσματος ήταν μεγάλο φάουλ. «Αρκετά υποφέραμε τα τελευταία χρόνια» δήλωσε, μεταξύ άλλων, σε ένα πλάνο. Σάκη, μάνα μου, πόσο ακριβώς υπέφερες που δεν ήξερες αν τα βαφτιστικά του γιου σου θα έπρεπε να ήταν Tommy Hilfiger ή Hugo Boss; Με φωτογραφήσεις αγκαζέ με τους Βαρδινογιάννηδες, πόσο αβάσταχτος είναι ο πόνος; Θέλεις να υποστηρίξεις το ΝΑΙ, κάντο. Αλλά με άλλο λεκτικό. Πες, ας πούμε «η κωλοτούμπα που έκανα το 2004 μας έφερε στην κορυφή της Ευρώπης. Ας κάνει και ο Τσίπρας μία τώρα, να δούμε χαΐρι». Πιο πολύ θα εκτιμηθεί. Μόνο Βασίλης Καΐλας μη μου το παίζεις.

Στην αντίπερα όχθη η Δέσποινα Βανδή έγραψε ένα λογύδριο στο Facebook το οποίο εδέχθη πολλαπλά shares και επιδοκιμασίες. Γενικότερα η Βανδή τα τελευταία δύο χρόνια λαμβάνει τα εύσημα επειδή «μιλά καλά» στο The Voice. Αφού δεν τραγουδά καλά, τουλάχιστον ας μιλά καλά, λέω εγώ. Αλλά εγώ είμαι φαν της Άννας και για πολλούς εμπαθής. Αλλά, πού καταντήσαμε: να εκθειάζουμε μια τραγουδίστρια επειδή απλά έχει ευφράδεια λόγου. Κάτι που θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να είναι αυτονόητο για κάθε άνθρωπο. Δεν είπαμε να είσαι ρήτορας. Αλλά από πότε το «μιλά καλά» θεωρείται πλεονέκτημα; Από τότε που κάθεσαι δίπλα από την καμένη Ασλανίδου, τον καλοκάγαθο πλην χωριάτη Ρέμο και τον άλλον τον αναρχικό. Ναι, στους τυφλούς, ο μονόφθαλμος βασιλεύει. Όπως και να ‘χει, η Βανδή μια χαρά τα είπε στο προφίλ της. «Είμαι άσχετη μ’ αυτά, μην μου ζητάτε να ψηφίσω» Δεν μπορώ να συμφωνήσω περισσότερο.

Αν ένα άτομο επωφελήθηκε από τα πολιτικά κουλουβάχατα, αυτό είναι η Άντζελα Δημητρίου. Το «εγχώριο» που τελικά είναι «εισαγόμενο» ακόμα παίζεται στα media. Μπορεί να μην το είχε προσχεδιάσει, αλλά ο αυθεντικός βλάκας στα μάτια του κόσμου γίνεται "θεά" και πάντα επιβραβεύεται σ’ αυτή τη ζωή. Και ευτυχώς, γιατί αυτό το συμβάν έθεσε το ζήτημα «καλλιτέχνης» και «πολιτική άποψη» στα σωστά μέτρα και σταθμά. Θες να τοποθετηθείς; Τουλάχιστον πες μια μπαρούφα να ευθυμήσουμε. Προ πάντων, dont patronize us, που λέει και μια φίλη μου.

Περιττό να πω ότι η πιο έξυπνη απ’ όλες είναι η Άννα Βίσση, η οποία δεν τοποθετήθηκε καν. Δεν ξέρω αν το έκανε επίτηδες ή απλά βαριέται να ασχοληθεί, αλλά πιο κίνηση ματ, δεν μπορούσα να σκεφτώ από την αποχή. Πρώτα απ’ όλα υπήρχε ο κίνδυνος να της την πουν, επειδή είναι Κύπρια. Χαζό, αλλά από τους κακεντρεχείς όλα να τα περιμένεις. «Από πού κι ως πού εκφέρεις εσύ άποψη, άντε τράβα στην Κύπρο σου». Επιπλέον, η Βίσση γνωρίζει ότι όταν η ζωή σου μοιράζεται μεταξύ Νέας Υόρκης, Αθήνας και Λονδίνου, το τελευταίο που πρέπει να κάνεις, είναι δηλώσεις για την κακομοιριά του τόπου. Δεν την έπαθε όπως ο Ρουβάς. Ευτυχώς!

Πιστεύω ακράδαντα ότι οι καλλιτέχνες δεν πρέπει να τοποθετούνται σε πολιτικά ζητήματα δημοσίως. Αν ερωτηθούν ας απαντήσουν αόριστα ή ας προσπαθήσουν να αναδείξουν την κοινωνική πτυχή του δράματος. Ειδικά στην Ελλάδα που είναι μια σταλιά τόπος, το να στιγματιστείς ως εκπρόσωπος μιας, κάποιας παράταξης, όπως κάνει π.χ. ο Τσακνής και ο Παπακωνσταντίνου (που τους βλέπεις σε αφίσες και σιχαίνεσαι γιατί ξέρεις ότι πρόκειται για το φεστιβάλ της ΕΔΟΝ), είναι τουλάχιστον αυτοκτονικό για την καριέρα σου.


Όταν βέβαια η καριέρα πάει του κώλου… ο πνιγμένος από τα μαλλιά του θα πιαστεί. 

Τετάρτη, Ιουλίου 22, 2015

Αθηναϊκές Ιστορίες

Το περασμένο σαββατοκύριακο το πέρασα στην αγαπημένη μου Αθήνα.

Γέννησε η αδελφή μου, και είμαι επίσημα θείος. Πήγαμε να επισκεφτούμε το μωρό, με το οποίο έκανα απίστευτο κλικ από την πρώτη κιόλας στιγμή και έκτοτε κατατάσσεται στους έρωτες της ζωής μου. Από την πρώτη στιγμή που την αγκάλιασα ήταν σαν να άγγιζα κομμάτι του εαυτού μου. Μου ήταν οικείο το δέρμα της, το μαλλί της, οι αντιδράσεις της, σαν να γνωριζόμασταν χρόνια. Ήξερα τα χούγια της, το πώς να την κρατήσω χωρίς να γκρινιάξει, γιατί κι εγώ έτσι θα ήθελα να με κρατήσουν, γιατί κι εγώ έτσι θα ήθελα να με χαϊδέψουν. Με τεράστιο πόνο την αποχωρίστηκα, ενώ όσο σκέφτομαι το ότι θα μεγαλώσει στην Αθήνα και θα τη βλέπω μόνο Πάσχα και Χριστούγεννα (κι αυτό παίζεται), σκίζεται η καρδιά μου.

Πέραν των γεννητούριων, είχαμε και γάμους. Η αγαπημένη μου Αγγελική, γνωστή ευρέως μέσω αυτού του μπλογκ, ντύθηκε νυφούλα. Και τι νυφούλα! Έκανε ένα υπέροχο πάρτι στη Γλυφάδα, όπου έκλεβαν εύκολα την παράσταση η θάλασσα και ο γεμάτος αστέρια ουρανός, οπότε όλα έπαιρναν άλλη διάσταση. Δεν πρόκειται να πτωχεύσει ποτέ, μάνα μου, η Ελλάδα. Όχι όσο διαθέτει αυτό τον αέρα, αυτή την φυσική, αυτοκρατορική ομορφιά. Βέβαια, ο γάμος έγινε τη μέρα που η Αθήνα τυλίχτηκε στις φλόγες, αλλά ορίστε άλλη μία απόδειξη ότι η Ελλάδα δεν καταλαβαίνει Θεό. Η φωτιά, φωτιά, αλλά το κέφι ακμαιότατο.

Σημείωσε ότι το γλέντι κράτησε ως τις 9:00 το πρωί. Εμείς φύγαμε κατάκοποι στις 3:00, κοιμηθήκαμε, ξυπνήσαμε, και ο κόσμος ακόμα γλεντούσε. Είδα φωτογραφίες στο Facebook το πρωί και έβαζα στοίχημα πως ήταν τραβηγμένες από άλλη μέρα και ώρα. Κι όμως ήταν σε πραγματικό χρόνο. Τέτοια βλέπω και συνειδητοποιώ πόσο ξενέρωτοι είμαστε εμείς στην Κύπρο, που διαλύουμε τους γάμους με τις κότες. Προσωπικά, το να μείνω ξύπνιος μέχρι το πρωί, έχει να μου τύχει από την Πρωτοχρονιά του 2000.  

Επί τη ευκαιρία να ευχηθώ και μέσω του μπλογκ κάθε ευτυχία στο νεόνυμφο ζευγάρι. Η Αγγελική, ως γνωστόν, ήταν συμφοιτήτρια μου στο Κάρντιφ και μία από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες που γνώρισα την περασμένη δεκαετία. Με τα χρόνια, απώλεσε το στάτους της ‘συμφοιτήτριας’ και εντάχθηκε στον οικογενειακό μου κύκλο, αφού ζήσαμε τα άπειρα μαζί. Ταξιδέψαμε μαζί, μείναμε στο σπίτι ο ένας του άλλου πολλές φορές, ενώ ακόμη και τα διαστήματα που μπορεί να μην μιλούμε, νιώθω ότι επικοινωνούμε.

Ο γάμος είχε διεθνή αέρα. Ήταν τίγκα στους καλεσμένους από το εξωτερικό και όπως καταλαβαίνεις, δεν είχα καλύτερο. Το τραπέζι μας ήταν γεμάτο Νορβηγούς, με τους οποίους ανοίξαμε συζήτηση για πολιτικά και έκανα πολύ εποικοδομητικές συζητήσεις. Να μοιραστώ μαζί σου κάτι ενδιαφέρον: Ένας εκ των Νορβηγών συνδαιτυμόνων ήταν στρατιωτικός. Εξεπλάγην που η Νορβηγία διατηρεί στρατό και του το είπα. Ο Νορβηγός μου εξήγησε πως η Νορβηγία οφείλει να διατηρεί στρατό γιατί μοιράζεται σύνορα με τους επικίνδυνους Ρώσους. Πού; Στον βόρειο πόλο! Ο οποίος β. πόλος, ήδη αποτελεί πέτρα του σκανδάλου για τις δυο χώρες. Αν οι Νορβηγοί, ένας τόσο φιλήσυχος λαός, χωρίς οικονομικά προβλήματα - σε βαθμό που οικτίρουν επιδειχτικά την ΕΕ, επαγρυπνεί και διατηρεί στρατό, σκέψου πόσο γελοίοι φαίνονται όσοι μιλούν για αποστρατικοποίηση της Κύπρου. Με τον πονηρό Τούρκο να καιροφυλαχτεί και το άστατο Αιγαίο που κρύβει θησαυρούς στο έλεος του καθενός. Δεν μπορούμε και δεν έχουμε δικαίωμα να συγκρινόμαστε με τους Νορβηγούς. Μπροστά στο κράτος τους, εμείς θεωρούμαστε άτομα με ειδικές ανάγκες, ένας χαρακτηρισμός που πλέον δεν ενοχλεί κανέναν αφού είναι τα μάλα ρεαλιστικός και τον έχουμε εμπεδώσει κι εμείς οι ίδιοι.

Κατά τα άλλα, η Αθήνα ήτο τουλάχιστον μουδιασμένη. Με τις τράπεζες κλειστές, ο κόσμος ήταν κατηφής και, αν θέλεις αποδειχτικά στοιχεία, πάρε παράδειγμα τους ταξιτζήδες. Όπως πολύ ορθά διαπίστωσε η Μπρέντα, ουδείς μπήκε στον κόπο να μας κάνει μαθήματα οικονομικών ή να μας αρχίσει στο μπίρι-μπίρι όσες μέρες τους χρειαστήκαμε για κούρσα. Οδηγούσαν σιωπηλοί και ήσυχοι. Αν αυτό δεν είναι αποδειχτικό στοιχείο λαϊκής κατάθλιψης, τότε τί είναι; Μόνο ένας άρχισε να λέει τις απόψεις του για τους Κύπριους τραγουδιστές όταν αντιλήφθηκε την καταγωγή μας, εξ αιτίας της προφοράς μας, και ο οποίος δεν άφησε Κύπριο καλλιτέχνη ασχολίαστο. «Ό, τι και να λες μάστορα, από όλους αυτούς, εμείς μόνο τη Βισσάρα έχουμε σε υπόληψη» του είπα. «Η Αννούλα; Η καλύτερη φωνή της γενιάς της! Μόνο μ’ εκείνον τον βλάκα να μην είχε μπλέξει…» Μα, μπορείς να μην λατρέψεις αυτή τη χώρα με αυτούς τους γραφικούς τύπους;

Η αγορά σχεδόν νεκρή. Αγόρασα μία γραβάτα, για τον γάμο, από ένα μαγαζί στη Κηφισιά, από €60 την πήρα €20, και ο καταστηματάρχης μας ευχαρίστησε χίλιες φορές, σε βαθμό που ένιωσα άβολα και σκέφτηκα να αγοράσω άλλη μία για να ‘βοηθήσω’ την κατάσταση. Οι καταστηματάρχες δείχνουν σχεδόν ευγνωμοσύνη στους πελάτες. Κακά τα ψέματα, στην Αθήνα μετράνε ακόμα και το τελευταίο ευρώ και εμείς εδώ δεν έχουμε συλλάβει το δράμα στις πραγματικές του διαστάσεις. Όταν οι φούρνοι ανακοινώνουν ότι διανέμουν δωρεάν ψωμί στους συνταξιούχους και τους άνεργους, καταλαβαίνεις ότι Τσίπρας – Ξετσίπρας, «η οκκά πλέον εν 400!»

Παρόλα αυτά, είμαι αισιόδοξος γιατί η Αθήνα από μόνη της εμπνέει αισιοδοξία. Σε κάθε μάρμαρο, σε κάθε οπτική επαφή που έχεις με την Ακρόπολη, δεν μπορείς παρά να είσαι αισιόδοξος. Ακόμα και στο κέντρο της πόλης, που τα πράγματα είναι πιο μίζερα στο παζάρι, ένας καφές στο Μοναστηράκι με θέα τον Παρθενώνα αρκεί για να νιώσεις πάμπλουτος. Από εκεί ψώνισα και τα βιβλία μου, τα θεατρικά μου, τους δίσκους βινυλίου μου και τα περιοδικά μου, και ένιωσα πλήρης και ευτυχής. 

Επέστρεψα στην Κύπρο ανανεωμένος και χορτάτος. 

Τρίτη, Ιουλίου 14, 2015

Το Δικό Μου Μνημόνιο

«Χοληστερίνη 270 ανέβασες Αντίχριστε», μου είπε ο γιατρός.

«Το όριο είναι 200. Και για άνθρωπο με ευαίσθητη καρδιά αυτό είναι σκάνδαλο», συνέχισε.

Είχαμε δεν είχαμε, μπήκαμε στο μνημόνιο κυρίες και κύριοι. Αφού αδυνατώ εδώ και χρόνια να σταμπιλάρω την χοληστερίνη μόνος μου, αναγκάστηκα να πάω στην τρόικα / διατροφολόγο. Ω, ναι, εκεί κατάντησα. Είμαι από το Σάββατο με ένα μνημόνιο στο χέρι και ακολουθώ κατά γράμμα τις εντολές του. Κοιτάζω τι ώρα δικαιούμαι το φρούτο μου, τι ώρα δικαιούμαι το ζελέ μου, πότε θα φάω το σπανάκι μου, το σκέτο greenburger μου, τι ώρα θα πιω την άγευστη λεμονάδα μου κτλ, κτλ. Μην στα πολυλογώ, από το Σάββατο ζω σε έναν άγευστο και άχρωμο κόσμο, όπου η διατροφή έγινε μαρτύριο και καταναγκαστικό έργο.

Δεν μουρμουρώ, ούτε ανθίσταμαι. Εγώ κάλεσα την τρόικα, εγώ θα την υπομένω κι εγώ ο ίδιος θα την διαολοστείλω όταν με το καλό συνθλίψουμε τα τριγλυκερίδια και την κακή χοληστερόλη. Δυστυχώς, το πάρτι τελείωσε, και ούτε ένα «μαζί τα φάγαμε» δεν μπορώ να βροντοφωνάξω ώστε να μοιραστώ με άλλον το μερίδιο της ευθύνης μου, αφού, η αλήθεια να λέγεται, όλα μόνος μου τα τσάκισα, στην καθισιά μου. Και τα cheese platters, και τις πίτσες, και τα μακαρόνια και τις σοκολάτες.

Δεν ξέρω αν στο ανάλυσα ποτέ μου, αλλά έχω τεράστιο πρόβλημα με το φαγητό. Ελάχιστα πράγματα τρώω. Στην ηλικία των τεσσάρων άρχισαν να μου βρομούν όλα τα φαγητά, ενώ όσα δεν μου γέμιζαν το μάτι εξ όψεως τα κατήργησα με συνοπτικές διαδικασίες. Το τι πόλεμος γινόταν στο σπίτι για να φάω δεν περιγράφεται. Με έτρεχαν ξωπίσω να με γωνιάσουν και να μου μπήξουν τη μπουκιά με το ζόρι στο στόμα. Τα πιάτα που έσπασε η μάνα μου από τα νεύρα της που αδυνατούσε να με πείσει να μασήσω το κρέας, το οποίο τεχνηέντως στοίβαζα στο αριστερό μάγουλο για να το φτύσω όταν εκείνη δεν κοίταζε, δεν περιγράφονται. Ολόκληρα σερβίτσια.

Η δε γιαγιά μου, ακολουθούσε άλλη τακτική, αυτή του αντιπερισπασμού. Άνοιγε τις βρύσες της κουζίνας να τρέξουν, γιατί η ροή του νερού με αποβλάκωνε, και έτσι μπορούσε να μου μπουκώσει ό, τι ήθελε χωρίς να το πάρω χαμπάρι. Όταν μεγάλωσα και αντιλήφτηκα το κόλπο, και όταν η γιαγιά μου πλέον αδυνατούσε να τρέξει για να με ταΐσει, κόπηκαν κι αυτά.

Είναι μεγάλη η διαταραχή μου. Μέχρι τα 4 μου χρόνια με τάιζαν τα πάντα, ακόμα και μάτια βοδιού (με επιφύλαξη το γράφω αυτό, αλλά έτσι μου είπαν - εμετός). Έκτοτε έκοψα τα πάντα και τα επόμενα χρόνια τρεφόμουν μόνο με γλυκά και υδατάνθρακες, ήτοι μακαρόνια και πατάτες τηγανιτές. Εντάξει, έτρωγα πολλά φρούτα και πολλά γαλακτοκομικά που έσωζαν κάπως την κατάσταση, αλλά το κρέας, το ψάρι, το κοτόπουλο, τα όσπρια, ήταν άγνωστα πιάτα για μένα. Αυτό συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Μην ρωτάς πώς την έβγαλα στο στρατό. Εντάξει, στον στρατό και φυσιολογικά να τρως, τα κόβεις όλα γιατί σιχαίνεσαι. Αλλά εγώ είχα επιπλέον πρόβλημα. Σε πληροφορώ ότι τις πρώτες είκοσι μέρες στο Κέντρο Νεοσυλλέκτων τρεφόμουν αποκλειστικά με ψωμί, καρπούζι και νερό. Έχασα 8 κιλά σε 20 μέρες. Μετά, ευτυχώς, πέρασα στη Σχολή Δοκίμων Αξιωματικών και μπορούσα να τρώω σπίτι μου ό, τι ήθελα.

Τα χρόνια πέρασαν και ουδεμία πρόοδος επετεύχθη. Αν εξαιρέσεις το γεγονός ότι στα ταξίδια μου στο εξωτερικό έπρεπε πάντα να βρίσκω εστιατόριο που σερβίρει μακαρόνια και έσκαζα τη Μπρέντα που έπρεπε να με ακολουθεί στα ίδια και στα ίδια, ουδεμία προσπάθεια έκανα για να αντιμετωπίσω αυτή τη διαταραχή. Όσες προσπάθειες έκανα να προσεγγίσω το φαγητό σε νέα διαπραγματευτική βάση, αυτές έπεφταν στο κενό. Η μυρωδιά τους και η όψη τους με απέκρουαν. Και εξακολουθούν να με αποκρούουν γιατί όποτε μυριστώ κρέας έχω αναγούλες και όποτε αντικρύσω πιάτο που παραπέμπει σε εντόσθια ζώου μετά από εκτέλεση, ανακατεύομαι.

Εχτές έφαγα ξανά για πρώτη φορά, μετά από 30 χρόνια, fish fingers. Να ήσουν από μια μεριά να με έβλεπες, να έριχνες το γέλιο της αρκούδας. Έκανα 40 λεπτά να φάω 5 μπάρες γιατί η αίσθηση του ψαριού στον ουρανίσκο μού προκαλούσε αηδία. Σαν το μωρό που πρέπει να συμβιβαστεί με μια νέα πραγματικότητα, που πάει για πρώτη φορά σχολείο, προσέγγιζα την κάθε μπουκιά με δέος και τρόμο και έκανα αμάν να την καταπιώ. Την κατέπνιγα σε κέτσαπ και μαγιονέζα διαίτης προκειμένου να πάει κάτω χωρίς να ξανανέβει πάνω υπό μορφή εμετού.

Αλλά, δεν πάει άλλο. Το 270 είναι ένα χρέος που πρέπει να το ξεπληρώσω και το οποίο δεν φαίνεται να ‘κουρεύεται’, ακόμη κι αν εκπληρώσω χρέη ζιγκολό στη Μέρκελ και τη Λαγκάρντ ταυτόχρονα και στη κάθε μία ξεχωριστά. Το «θα βαράω τους ζουρνάδες και τα τριγλυκερίδια θα χορεύουν» είναι για τους βλάκες και δεν προτίθεμαι να κάνω αυτά που περιπαίζω. Φτάσαμε στο σημείο να μου κλείσουν τις τράπεζες της πίτσας και της σοκολάτας και σαν έτοιμος από καιρό σαν θαρραλέος αποχαιρετώ την Αλεξάνδρεια που χάνω.

Θα το δουλέψω. Στόχος είναι μέχρι τον Σεπτέμβρη να ξεπετάξω από πάνω μου κι αυτό το πρόβλημα.


Θα σου πω τι έγινε. 

Δευτέρα, Ιουλίου 13, 2015

Δέκα Πλην Ένα

Σαν σήμερα, πριν 9 χρόνια άνοιξα αυτό το μαλακο-μπλογκ.

Ο μόνος λόγος που συνεχίζω να το διατηρώ εν ζωή είναι επειδή μερικές φορές με πιάνουν τα νεύρα και θέλω κάπου να ξεσπάσω. Κατά τα άλλα, το πόσο το βαρέθηκα δεν περιγράφεται. Ούτε ιστορίες να πω έχω, ούτε η επικαιρότητα είναι ευχάριστη ώστε να σηκώνει διακωμώδηση. Κι όταν αυτό επιχειρώ από καιρού εις καιρόν δεν κερδίζω συμπάθειες, αλλά αντιπάθειες από τους απανταχού χωρκάτες που δεν μπορούν να αποδεχτούν ό,τι δικαιούμαι να έχω άλλη άποψη από τη δική τους.

Η μία και μοναδική χρονιά που το γράψιμο εδώ ήταν απόλαυση, ήταν το 2007. Όταν σπούδαζα στο Κάρντιφ και οι αναρτήσεις μου είχαν διπλή χρησιμότητα. Ενημέρωνα τους φίλους μου στην Κύπρο για τη ζωή μου εκεί, και κρατούσα παράλληλα ημερολόγιο.

Πολύ συχνά σκέφτομαι να του δώσω μια κλωτσιά να πάει στον αγύριστο, αλλά το λυπάμαι. Γιατί από εδώ μέσα έκανα και φίλους. Και επειδή υπάρχουν κείμενα που τα αγαπώ. Αποφεύγω να τα διαβάσω, αλλά όταν κατά λάθος πέφτω πάνω τους παρατηρώ την μετάλλαξη του χαρακτήρα μου από χρονιά σε χρονιά και το βρίσκω ενδιαφέρον.

Κακά τα ψέματα τα μπλογκς πέθαναν εδώ και χρόνια. Για πολλούς λόγους.  Κατ’ αρχάς επειδή υπάρχουν πιο άμεσα Μέσα για να πεις την παπαριά σου και επειδή ώσπου περνάν τα χρόνια ο κόσμος βαριέται να διαβάζει μακροσκελή κείμενα. Πρόσθεσε σε όλα αυτά έναν κορεσμό στις ιστορίες κι έναν υποβόσκοντα φόβο να πεις αυτό που σκέφτεσαι χωρίς φόβο και πάθος, πάρτα όλα στο πιάτο. Τις εποχές που έγραφε ο Γιωρίκας, ο Πόντιος, ιστορίες και γελούσαμε, δεν νομίζω να τις ξαναζήσουμε.

Παραμείναμε 10 ψωριάρηδες και λέμε τον πόνο μας. Κατά καιρούς τρωγόμαστε και μεταξύ μας για να ανεβαίνουν οι τηλεθεάσεις. Α, να κάτι που μπορώ να σου πω μετά βεβαιότητας για τα μπλογκς: Αν κάτι μου δίδαξε η 9χρονη παρουσία μου εδώ, είναι πως μπορεί να γράψεις κάτι που το θεωρείς περισπούδαστο και να μην το διαβάσει κανείς, ενώ μία μαλακία για μία γάτα να απασχολήσει τον κόσμο όλο απ’ άκρη, σ’ άκρη. Επίσης, αν θίξεις κάποιον επώνυμο στο κείμενο σου, αυτός ο κάποιος ενημερώνεται αμέσως για αυτό. Όσες φορές έγραψα κάτι για πολιτικούς ή για δημόσια πρόσωπα της Κύπρου (που δεν είναι ακριβώς σελέμπριτις, αλλά διάσημοι για τους λάθος λόγους), αυτοί φαίνεται να ενημερώνονται ταυτόχρονα γι αυτό. Αν πάλι τους αναζητήσεις για κάτι σοβαρό, μπορεί να μην απαντούν τα τηλέφωνα για μήνες.

Στόχος είναι να κλείσω δεκαετία εδώ. Να αντέξω άλλον ένα χρόνο δηλαδή, να το στρογγυλέψω. Και εύχομαι πριν την κλείσουμε τη δεκαετία, να αποκτήσω ένα παιδάκι, ώστε να έχω άλλες έγνοιες και να απαλλαγώ μια και καλή από αυτό το πράμα.


 Είναι χάλια η διάθεσή μου με τα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα. Γι αυτό ακούγομαι κάπως. Προ ολίγου ενημερώθηκα ότι επετεύχθη συμφωνία, αν και γνωρίζω ότι η Ελλάδα είναι πλέον στον αναπνευστήρα και φυτοζωεί. Όπως και να έχει, καλή δύναμη σε όλους και επιτέλους, ας ωριμάσουμε σαν λαός, να ψηφίζουμε άξιους ανθρώπους οι οποίοι δεν θα επαφίενται στη διακριτική ευχέρεια των ξένων για να επιβιώσει η χώρα. Αφιερωμένο το τραγουδάκι, πιο επίκαιρο από ποτέ: 


Τετάρτη, Ιουλίου 08, 2015

The Right To Die

Όταν ήμουν ακόμα φοιτητής και ο εγκέφαλος του υποφαινόμενου είχε ακόμα κάποια χρησιμότητα, είχα επιλέξει ως μέρος του πτυχίου μου, «Ιατρικό Δίκαιο». Ήταν μακράν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα δίκαια τα οποία διδάχτηκα, επειδή τα ηθικά διλήμματα τα οποία πραγματευόταν, ξεπερνούσαν ακόμα κι αυτά της Αλέξιας. Το «δικαίωμα στον θάνατο», ή καλύτερα “the right to die” αγγλιστί, ήταν ένα από αυτά.

Το θέμα το προσεγγίσαμε από χίλιες δυο διαφορετικές οπτικές γωνίες, θρησκευτικές, επιστημονικές, πραγματιστικές κτλ. Τις προάλλες, το θέμα ήρθε και πάλι στην επικαιρότητα, όταν διάβασα στον Economist ότι πληθαίνουν οι χώρες που επιτρέπουν τη χορήγηση φαρμάκων από γιατρό σε ασθενή με στόχο τον θάνατό του, όταν ο δεύτερος επιθυμεί να τερματίσει τη ζωή του και συνάμα τα βάσανά του. Μέχρι στιγμής, όσες χώρες επέτρεπαν την ευθανασία, είχαν ως προϋπόθεση η κατάσταση του ασθενή να είναι μη αναστρέψιμη. Ήτοι, να είναι θέμα μηνών ή και ημερών ο θάνατος του. Το δικαίωμα στον αξιοπρεπή θάνατο, εν ολίγοις, ήταν άκρως αυστηρό. Έπρεπε να είσαι με το ένα πόδι στον τάφο (μην σου πω και με τα δύο), για να επιτρέψει το δικαστήριο στον γιατρό να σε αποτελειώσει.

Δυστυχώς, αυτή η επιστημονική επικαιρότητα, τις τελευταίες μέρες έγινε και πολιτική. Η Ελλάδα μου συμπεριφέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Βλέπει το χρέος να είναι δυσβάσταχτο και προτιμά έναν αξιοπρεπή θάνατο, παρά μια εξευτελιστική ζωή, βουτηγμένη στα χρέη. Η εκλογή του Τσίπρα μαρτυρεί ακριβώς αυτό. Αδυνατώ να πιστέψω ότι ένας σοβαρός λαός θα άφηνε την τύχη του σε έναν Τσίπρα. Το γεγονός ότι εξελέγη και χαίρει ακόμα τόσο υψηλής αποδοχής, πάει να πει ότι ο Έλλην ασθενής έχει ενδώσει και διαπραγματεύεται και επίσημα τους όρους της ευθανασίας του.

Θυμάμαι ότι είχα μελετήσει κάποιες αποφάσεις ως φοιτητής, όπου αιμορραγούντες ασθενείς αρνούνταν μετάγγιση αίματος στο νοσοκομείο εξ αιτίας των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Χαρακτηριστικά, ένα κοριτσάκι, θύμα δυστυχήματος, ήταν ετοιμοθάνατο κι όμως αρνούνταν να δεχτεί ξένο αίμα στο σώμα του επειδή ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά. Οι γονείς ήταν κάθετοι, ανένδοτοι, και προτιμούσαν να αφήσουν το παιδί τους να πεθάνει παρά να σωθεί από ξένο αίμα και να θυμώσει ο Ιεχωβάς. Οι γιατροί παρέκαμψαν τους γονείς και μετάγγισαν αίμα στο κοριτσάκι, παρά τη θέλησή τους, σώζωντάς το. Ύστερα οι γονείς μήνυσαν τους γιατρούς και ζητούσαν αποζημιώσεις (Για την ιστορία, τις κέρδισαν κιόλας, σχιζοφρενικό, το ξέρω, μην το ψάχνεις).

Αυτό χρειάζεται και η Ελλάδα τώρα, κατά την ταπεινή μου γνώμη. Κάποιον να της επιβάλει με το ζόρι τη θεραπεία. Κι ας διαμαρτύρεται εκείνη, κι ας πάει κόντρα στις πεποιθήσεις της, κι ας πονάει, κι ας το θεωρεί φασιστικό. Το θέμα είναι να σωθεί. Κι ας ζητά αποζημιώσεις μετά. Πιστεύω ακράδαντα ότι δεν υπάρχει άλλη λύση. Είτε θα περάσεις μέσα από μία επίπονη διαδικασία όπως είναι η χημειοθεραπεία, είτε θα αποδεχτείς ότι ο καρκίνος θα κάνει μετάσταση και θα διαλύσει όλο τον οργανισμό. Αν έμεινε και τίποτε να διαλύσει μέχρι στιγμής.

Το δράμα έγκειται στο ότι και ο ασθενής κουράστηκε από τις συνεχείς θεραπείες, και είναι απόλυτα κατανοητό και σεβαστό αυτό, ενώ η θεραπεία που προτείνουν οι γιατροί είναι πανάκριβη και δεν φαίνεται να αποδίδει στον βαθμό της ίασης. Το πρόβλημα είναι ότι οι εναλλακτικές θεραπείες που επικαλείται ο Τσίπρας είναι εξίσου αμφιβόλου απόδοσης και ποιότητας, ενώ εμείς οι συγγενείς του ασθενή καταλήγουμε να παρακολουθούμε πανικόβλητοι, χωρίς να ξέρουμε πώς να βοηθήσουμε. 

[Άσχετο - σχετικό: Δεν θα ξεχάσω, τη νύχτα που έπαθα το ανεύρυσμα που ο γιατρός επέμενε να εγχειριστώ αμέσως, επί τόπου, και η μάνα μου πρότεινε να περιμένουμε, να πάμε στην Αγγλία να πάρουμε μια δεύτερη γνώμη. "Μα θα πεθάνει ο γιος σου μέχρι το πρωί", της είπε. Δεν είχε συνειδητοποιήσει πάνω στον πανικό της το επείγον του πράγματος. Οπότε δυο ήταν οι επιλογές: είτε με εγχείριζαν επί τόπου με μία ισχνή πιθανότητα να σωθώ, είτε περίμεναν να πάω στο Λονδίνο να πάρω δεύτερη γνώμη, ουσιαστικά πεθαίνοντας πριν καν φτάσω στο αεροδρόμιο. Έγινε το πρώτο, ως εκ θαύματος πέτυχε, και έκτοτε ζούμε "στύλλον, στύλλον, άνεση"].  


Και κάπως έτσι συνεχίζεται το ελληνικό δράμα. Να αναρωτιόμαστε οι απανταχού Έλληνες αν θα πεθάνει ο ασθενής μόνος του, ή αν θα τον αποτελειώσουν οι γιατροί. 

Δευτέρα, Ιουλίου 06, 2015

Για Την Ηλικία Σου, Καλή Η Μαλακία Σου.

Αναδρομή σε τηλεοπτικές στιγμές των πολιτικών που μονοπωλούν το ενδιαφέρον μας αυτές τις μέρες:



Ο Πρωθυπουργός , Αλέξης Τσίπρας με κόμη Beverly Hills 90210, σε εκπομπή της Παναγιωταρέα, διεκδικεί, και προσπαθεί να εξηγήσει, το δικαίωμα του μαθητή στο σκασιαρχείο.




Η Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, Ζωή Κωνσταντοπούλου, 18 (ξεραμένων) Μαΐων, εξηγεί στην κάμερα ότι «δεν θέλει να κυβερνάται από πολιτικούς», αλλά θέλει να κυβερνήσει η ίδια «με μια παρέα φίλων της».




Ο τέως (πόσο ωραίο ακούγεται), Υπουργός Οικονομικών της Ελλάδος, εν έτει 1993, σε ηλικία 32 ετών, με το πουκάμισο κουμπωμένο μέχρι το λαιμό και με άκρως αριστοκρατική προφορά, ξεδιπλώνει οικονομικές θεωρίες στον παρουσιαστή του BBC. Το λάγνο βλέμμα του στο  3:36’, προκαλεί σύγκρυο και ανατριχίλα ακόμα και σήμερα.