Παρασκευή, Μαΐου 30, 2014

Η Κυρία Με Το Μοβ

Κατέβηκα στο φούρνο να φάω μια τυρόπιτα, παρόλο που πρέπει να τις αποφεύγω, και ήμουν βιαστικός. Επέλεξα την τυχερή τυρόπιτα με τη σιδερένια λαβή – μη με πάρει μάτι καμιά Beatrix Kiddo και με κράξει – και την έριξα στη σακούλα. Κατευθύνθηκα στο ταμείο και στάθηκα πίσω από μία κυρία που ήταν γύρω στα 65, φορούσε ένα μοβ νυχτικό και είχε τα μαλλιά της τούμπανο του κομμωτηρίου, παρόλο που της έλειπαν τα μισά και της έκαναν φαλάκρα. «Θέλω εκείνο το γιαουρτάκι που έχει μέλι μέσα…» εξήγησε της πωλήτριας.

«Α, εννοείτε το τάδε;» ρώτησε η πωλήτρια σε σπαστά ελληνικά.

«Ναι, παρακαλώ!»

«Είναι στο ψυγείο με τα γάλατα».

«Μπορείς να μου το φέρεις χρυσή μου γιατί πονώ το πόδι μου;»

«Αμέσως» είπε η πωλήτρια, και ευτυχώς τσακίστηκε να της το φέρει να τελειώνουμε, καθότι είχαμε και δουλειές συν μια τυρόπιτα να καταβροχθίσουμε. Επιστρέφει η πωλήτρια με το γιαουρτάκι, το σαρώνει στο λέιζερ του ταμείου, εμφανίζεται η τιμή στην οθόνη. «Ογδόντα σεντς» λέει της κυρίας με το μοβ, και έσκυψε να πάρει μια σακούλα για να της το βάλει μέσα.

Ενόσω η πωλήτρια την εξυπηρετούσε, η κυρία με το μοβ αποφάσισε ότι έπρεπε να φάει το γιαουρτάκι επί τόπου. Αντί να ανοίξει τη τσάντα της και να βγάλει το πορτοφόλι της να πληρώσει, αποφάσισε να ανοίξει το γιαούρτι, να τσακίσει το κουτάκι προς τα μέσα ώστε να χυθεί το μέλι στην επιφάνειά του, αργά, αργά κιόλας σαν να μην ήταν κανένας άλλος εκεί, και εντελώς αιφνιδιαστικά έμπηξε με πάθος το δάχτυλο της μέσα στο γιαούρτι, κάλυψε με μέλι όλον τον μέσον δάκτυλον, και τον έχωσε στο στόμα της ηδονικά, απολαμβάνοντας και την τελευταία σταγόνα που θα μπορούσε να είχε κολληθεί πάνω στο δέρμα της.

«Ογδόντα σεντς» επανέλαβε η ταμίας μη δίνοντας σημασία στη τσόντα που εκτυλισσόταν μπροστά μου. Με τα πολλά έβγαλε ένα ρημάδι κέρμα και της το έδωσε, πήρε και τα ρέστα της και κατευθύνθηκε στην έξοδο. «Τι κόσμος!» σκέφτηκα. Μα, δόξα τω Θεώ συνέχισα, μιας και θα μπορούσε να ήταν χειρότερα τα πράγματα και να έχωνε το δάκτυλο με το μέλι και το γιαούρτι αλλού. Πάλι καλά να λέμε που δεν το ζήσαμε κι αυτό! Μέχρι να ολοκληρώσω τη σκέψη μου ακούω μια κόρνα να ουρλιάζει, ακούω κάτι φρένα να τρίζουνε στην κυπριακή, χωριάτικη άσφαλτο, ακούω κι ένα μακρόσυρτο «Παναγίααααα μουυυυ!» και ένα  γδούπο.

Κοιτάζω έξω και τι να δω; Την πάτησε αυτοκίνητο. Πήγε να διασταυρώσει, φαίνεται δεν πρόλαβε με το πόδι της να την εμποδίζει να περπατήσει καλά, δεν πρόλαβε ούτε ο οδηγός να σταματήσει, πάρτην κάτω την κυρία με το μοβ και το γιαούρτι.

Δεν πέθανε, μη χαίρεσαι.

Τέτοια θαύματα δεν γίνονται. Απλά στραπατσαρίστηκε ελαφρώς. Δεν χρειάζεται τώρα να σου πω τι ντουρντουλούκι ακολούθησε, με τις πωλήτριες του φούρνου να τρέχουν να τη συνεφέρουν, με τους καταστηματάρχες της περιοχής να βγαίνουν έξω να δουν τι έγινε, με το ασθενοφόρο που ήρθε προληπτικά και έκλεισε τη λεωφόρο, με εμάς από πάνω που κατεβήκαμε κάτω να δούμε τι έγινε, και εμένα που εν τέλει έφαγα την τυρόπιτα στο όρθιο, ντάλα μεσημέρι, παρακολουθώντας όλα αυτά. Η πωλήτρια που την είχε εξυπηρετήσει ήταν τα μάλα ταραγμένη. Έτρεμε όταν κάθισε δίπλα μου.

Η κυρία με το μοβ, από την άλλη, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο για προληπτικούς λόγους. Το μπούγιο σιγά, σιγά διαλύθηκε και επιστρέψαμε στις δουλειές μας. Η ώρα δυόμιση που σχόλασα πήγα να διασταυρώσω να πάω στο πάρκινγκ και τι να δω;


Το κουτάκι με το γιαουρτάκι ήταν ακόμα εκεί, αν και τσαλακωμένο, ενώ το μέλι από μέσα είχε στάξει ολόκληρο στον δρόμο…

Τρίτη, Μαΐου 27, 2014

Το Κουμπαριλίκι

Το περασμένο Σάββατο μπήκα κουμπάρος στον γάμο ενός από τους καλύτερους μου φίλους.

Το κουμπαριλίκι δεν είναι εύκολη υπόθεση. Τουλάχιστον για μένα δεν ήταν, κι ας έμοιαζε κάτι τυπικό και διεκπεραιωτικό. Ήθελε τρέξιμο και αίσθημα ευθύνης. Είμαι κι εγώ αγχώδης τύπος, αλλά δεν το περίμενα τόσο πολύ. Για κάποιο λόγο, προκειμένου να φανείς αντάξιος των προσδοκιών του γαμπρού, θέλεις να βοηθήσεις ώστε όλα να γίνουν σωστά. Όχι πως κάτι τέτοιο περνά από το χέρι σου, αλλά προσωπικά αισθανόμουν ότι όφειλα να είμαι παρών στα πάντα. Ακόμα και όταν χρειάστηκε να λείψω για κάποια ώρα για να αλλάξω πουκάμισο, επειδή είχα γίνει σκατά από τον ιδρώτα, ένιωσα τύψεις. Όλο αυτό το άγχος μετατράπηκε σε απίστευτη κούραση μετά από κάποια στιγμή, ούτε εγώ να παντρευόμουνα.

Πιστεύω ότι είναι τεράστια τιμή να επιλέγεσαι για κουμπάρος. Πολλοί το θεωρούν πως δεν έχει σημασία ποιος στέκεται δίπλα σου εκείνη την ώρα. Μα, δεν το βλέπω έτσι. Δεν είναι συμβόλαιο που υπογράφουμε και ψάχνουμε κάποιον να μπει μάρτυρας από το διπλανό γραφείο. Για μένα το κουμπαριλίκι είναι επιβράβευση. Είναι η απόδειξη ότι έκανες κάτι σωστά. Μπορεί να μην είναι έτσι βέβαια, μπορεί η επιλογή να είναι και θέμα συγκυριών, θέμα εξωτερικής παρέμβασης (βλ. άσκηση επιρροής από τη νύφη), μπορεί να είναι αδήριτη ανάγκη, για μένα πάντως δεν είναι απλή υπόθεση η επιλογή του κουμπάρου. Είναι εφάμιλλη επιλογής πόλης για την επόμενη ολυμπιάδα.

Όταν έφτασα στο σπίτι του γαμπρού για το ντύσιμο, το ξύρισμα και τα λοιπά κλαπατσίμπαλα που ονομάζουμε κουλτούρα, μου κόπηκαν τα πόδια. Μου εξήγησαν ότι έπρεπε να ξυρίσω, να σκουπίσω και να αρωματίσω τον γαμπρό και μετά να πάρω ένα ταψί με τα ρούχα μέσα και να αρχίσω να χορεύω γύρω, γύρω. Αντιλαμβάνεσαι ότι όλο αυτό που μοιάζει με σκηνή από τον Εξορκιστή, εμένα μου προκάλεσε απίστευτη εφίδρωση η οποία σε συνδυασμό με τον κυπριακό καιρό, με σκότωσε. Μπορεί να παίζω θέατρο 8 χρόνια και να έχω μια σχετική άνεση με την έκθεση σε κοινό, αλλά θα προτιμούσα να κάνω στριπτίζ σε ζωντανή σύνδεση στο CNN παρά να χορέψω αυτό το πράμα. Χώρια που είμαι άτσαλος. Λίγο να μου έφευγε ο αφρός ξυρίσματος, δεν θα ξέραμε από πού ν’ αρχίσουμε να κλαίμε το κοστούμι. Και το δικό μου και του γαμπρού. Τελικά το έφερα εις πέρας, αλλά ήταν από τα πιο άβολα πράγματα που έχω ζήσει.

Στο μυστήριο, και να μη θέλεις συγκινείσαι. Πρώτη φορά το παρακολούθησα σοβαρά και από τόσο κοντά, μετά βίας άντεξα να μην κλάψω την ώρα που φιλούσαν τις βέρες και την ώρα που τους στεφάνωναν. Η ώρα της ένωσης ήταν μαγική. Αν της έκοβε λίγο της εκκλησίας θα απλοποιούσε τους ύμνους αφαιρώντας τα περιττά, θα φώτιζε λίγο περισσότερο τη στιγμή της σύζευξης και θα χτυπούσε κόκκινο η AGB. Θα ρίχναμε πιο πολύ κλάμα και από το ‘Πάμε Πακέτο’.  Όσο ταλαιπωρούν τον κόσμο με τα κυρελέησον και το σόου κάνει κοιλιά, αυτός βαριέται και μεμψιμοιρεί.

Στο πάρτι έγινε χαμός. Όλη η ένταση και το άγχος πνίγηκαν στο αλκοόλ. Χαλάρωσα και ξεφάντωσα. Τόσο πολύ που μετά από κάποια φάση έκατσα κάτω φρόνιμα γιατί νόμιζα θα πάθω δεύτερο καρδιακό από το πολύ το σέικ, σέικ, σέικ ιτ μι αμόρ. Νομίζω ότι πρώτη φορά μετά από τέσσερα χρόνια εργάστηκε τόσο έντονα η καρδιά μου. Πρέπει να έκαψε όλα τα χάπια που πήρα μαζεμένα μέσα σε τρεις ώρες. Αυτό βέβαια μου προκάλεσε και μια στιγμιαία θλίψη, αφού πρώτη φορά στη ζωή μου αναγκάζομαι να διακόψω το γλέντι γιατί με πρόδιδε το σώμα μου, αλλά τι να κάνεις. Θυμάμαι κάποτε, όταν ήμουν 24, πηγαίναμε στο Ζοο και η ώρα 2:00 άναβε το γλέντι, στις 5:00 με το ζόρι το κλείναμε και πριν πάμε για ύπνο περνούσαμε και για σάντουιτς. Στα 34, ειδικά στην κατάστασή μου, σε καθίζουν κάτω με το ζόρι για να ζεις και αύριο, ενώ αν άντεξες μέχρι τις 2:00 θεωρείται ξεσάλωμα. Πώς περνά ο καιρός, δεν το δέχομαι, δεν το αποδέχομαι!

Πάντως, για να μην με περάσεις και για κανένα γερολυμένο ή ακόμα και για γερολυμάτο, χόρεψα με τη ψυχή μου. Σε κάποια φάση ενώ χόρευα συνειδητοποίησα ότι δεν έβλεπα καλά. Ήταν όλα θαμπά. Μπορεί να είχα πιει 15 διαφορετικά ποτά, αλλά δεν εξηγείτο το γιατί δεν έβλεπα τίποτα. Ψηλάφισα με τα χέρια μου τα μάτια μου και αντιλήφθηκα ότι δεν φορούσα γυαλιά. Πού είναι τα γυαλιά μου; Πού είναι τα γυαλιά μου; Μέχρι να ολοκληρώσω τη σκέψη μου, ήρθε ένας τύπος και μου τα έφερε. Μου είπε ότι σε κάποια φάση κι ενώ χτυπιόμουν σαν χταπόδι εκτοξεύτηκαν στον αέρα γυαλιά και ρολόι. Το ρολόι το ένιωσα, αλλά δεν ήθελα να διακόψω να το ψάξω. Κάποια στιγμή τεντώνοντας ψηλά το χέρι αποκολλήθηκε από το δερμάτινο περικάρπιο και έπιασε τα ουράνια. Τα γυαλιά όμως δεν κατάλαβα ούτε πότε, ούτε το γιατί βρέθηκαν στην άλλη άκρη της πίστας.

Στο πάρτι συνέβη και κάτι άλλο πολύ συγκινητικό. Το 1997 είχαμε διασκευάσει με τους φίλους μου το ‘Λιωμένο Παγωτό’ για χάρη μιας συμμαθήτριας που μας έπαιζε τη δύσκολη. Είχαμε αλλάξει τους στίχους, το ηχογραφήσαμε μόνοι μας και το τραγουδούσαμε με κάθε ευκαιρία χωρίς να αντιλαμβάνεται κανείς σε ποιαν αναφερόμασταν. Στο πάρτι το ξαναθυμηθήκαμε, το χορέψαμε αγκαλιασμένοι, μεθυσμένοι και λυμένοι στην πίστα και δεν χάσαμε ούτε μία λέξη από τον στίχο. Μπορεί να είχα να το ανακαλέσω στη μνήμη μου για πάνω από δεκαετία. Με το που ήχησε μας ήρθαν όλα στο πιάτο. Απίστευτο πράγμα.


Με αυτά και μ’ αυτά ήταν υπέροχος γάμος. Τέλειωσε και αυτό, πάντρεψα ήδη τους δύο, πάμε για τον τρίτον και απομένει άλλος ένας πλην εμού. Να μου ζήσουν να τους χαίρομαι, και στα δικά μου, και του χρόνου φύλαρχος, όπως επιθυμείτε να τον δείτε, ζωή σε λόγου σας, μ’ έναν πόνο να σου βγει, πάντα άξιος, πάντα γελαστοί και γελασμένοι! 

Δευτέρα, Μαΐου 26, 2014

Η Ψήφος Που Πέταξε Κι Έγινε Πέρδικα

Ήταν δύσκολες οι φετινές ευρωεκλογές με την έννοια ότι δεν ήξερα τι να ψηφίσω. Αποφάσισα να μην δώσω ψήφο στη Θεοχάρους, παρόλο που μια μέρα θέλω να τη δω πρόεδρο αυτής της χώρας, γιατί δεν είμαι 100% ευχαριστημένος από τον ΔΗΣΥ, και καλό θα ήταν να μην μας θεωρούν δεδομένους. Ως εκ τούτου, ψάχτηκα στο ΕΛΑΜ.

Μπήκα στην ιστοσελίδα τους και άρχισα να την ανακατεύω μπας και βρω πλάσμα της προκοπής για να ψηφίσω. Διάβαζα βιογραφικά, δεν είδα τίποτε το εξτράβαγκαντ που να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες μου, άσε που κάποια στιγμή εντόπισα έναν νεαρό υποψήφιο που εργάζεται σε οικογενειακή επιχείρηση υπηρεσιών ταξί και ήταν σαν να αντίκριζα το αντίπαλο δέος του Συλικιώτη στο ακροδεξιό του. Άσχημα τα πράγματα, προχώρησα πιο κάτω.

Σκεφτόμουν ότι δεν είναι δυνατόν να μην βρω σε ολόκληρο ψηφοδέλτιο έναν άνθρωπο πανεπιστημιακής μόρφωσης που να μου γεμίσει το μάτι. Δεν είναι δυνατόν να μην έριξαν έναν 'διανοούμενο' (όσο μπορεί να υφίσταται αυτός ο όρος για κάποιον που αποδέχεται να εκπροσωπήσει κυπριακό κόμμα), στο ψηφοδέλτιο, έστω και για ξεκάρφωμα, σκέφτηκα. Και δεν διαψεύστηκα. Έπεσα πάνω στον κ. Κλεοβούλου, ο οποίος είναι δικηγόρος στο επάγγελμα, απόφοιτος του Καποδιστριακού Θεσσαλονίκης, σχετικά νέος, αξιοπρεπής και σαν παράστημα. Σκέφτηκα να γκουγκλάρω το όνομά του να δούμε τι άλλα ψάρια θα πιάσουμε, με την ελπίδα να κέρδιζε τη ψήφο μου. Εμφανίζεται το πιο κάτω βίντεο. Πατώ, και τι να δω; Μια ομιλία του στην οποία μεταξύ άλλων δήλωσε τα εξής ακατανόμαστα: 

«Αυτή την Ελλάδα θέλουμε; Την Ελλάδα που παράγει Βίσση και Καρβέλα;»



Είπε κι άλλους. Είπε για τη Στεφανίδου, την Τζούλια (την Αλεξανδράτου) και τον Ψινάκη. Αλλά με το που έπιασε στο στόμα του τη Βίσση και τον Καρβέλα, στραγγαλίστηκε η ψήφος! Έβγαλε φτερά και πέταξε, σαν κορώνα της Άννας εν ώρα ‘Παραλύω’. Έτσι άδοξα, έτσι παρεξηγημένα, έληξε και η σχέση μου με το ΕΛΑΜ πριν καλά, καλά αρχίσει κυρίες και κύριοι. Ένας μαλάκας βρέθηκε να σε ψηφίσει και έτυχε να του μπήξεις το μαχαίρι στην καρδιά μεσιέ Κλεοβούλου. Συγχαρητήρια, ελπίζω να αισθάνεσαι καλά γι αυτό που έκανες, τις νύχτες να κοιμάσαι δίχως τύψεις που με πέθανες, θερμά συγχαρητήρια ακόμη μια φορά!" Τόση ήταν η στεναχώρια μου που στο τσακ ήμουν να ψηφίσω για αντίδραση το νεοσύστατο κόμμα των Ζώων, που σε μια πιο ελεύθερη σύλληψη καλύπτει και ολόκληρο τον πληθυσμό, ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου, πεποιθήσεων και λοιπών χαρακτηριστικών. Αντιστάθηκα όμως, και εν τέλει ψήφισα Περδίκη. Απ’ την πανίδα στη χλωρίδα δηλαδή. Μην ρωτάς το γιατί, ήταν η μόνη λύση, καθότι ο συγκεκριμένος μου φαίνεται ο ελάχιστα πιο αντιπαθητικός από όσους θεωρούνταν μάχιμοι για μια θέση στη Βρυξέλλα.

Δεν εξελέγη τελικά, αφού ως γνωστόν ουδέποτε κερδίζει αυτό που θέλω είτε μιλάμε για εκλογές, είτε για Γιουροβίζιον. Ελάχιστα πράγματα άλλαξαν απ’ όσο είδα, ίδια κατανομή για τα κόμματα ξανά, με μόνη ευχάριστη νότα το ότι δεν εξελέγη τουρκοκύπριος, πράγμα που απευχόμουν, και με απόλυτη δυσάρεστη νότα το ότι τελικά εξελέγη ο Συλικιώτης. Ας μην ξανά παραπονεθούμε για την Κοντσίτα, αυτό που θα δουν οι Ευρωπαίοι από βδομάδας θα είναι έτη φωτός κατώτερο από κάθε άποψη. Η Κοντσίτα, αν μη τι άλλο, άδει και δυο φωνήεντα…

Δευτέρα, Μαΐου 19, 2014

Σοφοκλέους Αντιγόνη

Η Σοφοκλέους Αντιγόνη, το γένος Παρθενόπη, πλησίαζε τα 40 χωρίς να έχει κάνει ποτέ στη ζωή της σεξ. Ήταν παρθένα από άποψη, ή μάλλον από μαλάκυνση, αφού πίστευε ότι ο έρωτας και το σεξ είναι πράγματα αλληλένδετα και ως τέτοια θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται. Ως εκ τούτου φυλούσε θερμοπύλες, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τόσο καλά τις φυλούσε που ούτε ένας εκ των τρακοσίων του Λεωνίδα δεν ήτο δυνατό να διεισδύσει μέσα τους. Όχι πως το λαχταρούσαν κιόλας. Η Σοφοκλέους Αντιγόνη ήταν αρκετά άσχημη, άβυζη, κοκαλιάρα και άτσαλη γενικότερα ενώ, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ήταν και δασκάλα. Όπως κατάλαβες, ούτε οι τριακόσιοι του Λεωνίδα ήταν δυνατόν να ενδιαφέρονται να τη ρίξουν στο κρεβάτι, ούτε καν οι τρείς Καμπαλέρος.

Όλη αυτή η ανασφάλεια για την εμφάνισή της, σε συνδυασμό με την ευρύτερη κουλτούρα της, την εξώθησαν να μεγαλοποιήσει το σεξ στο μυαλό της, σε βαθμό που το αντιμετώπιζε ως κάτι το ιερό και ως εκ τούτου, άπιαστο. Τα χρόνια πέρασαν, η ανασφάλεια μετατράπηκε σε φόβο, ο φόβος σε παραίτηση και να που τα σαράντα φάνηκαν στον ορίζοντα. Προκειμένου να πετάξει από πάνω της τη ρετσινιά της παρθένας, της γεροντοκόρης, της αγάμητης και λοιπών κοσμητικών επιθέτων που της φώναζαν οι μαθητές στο σχολείο, η Σοφοκλέους Αντιγόνη αποφάσισε να δώσει ένα τέλος σ’ αυτή της την κατάσταση και να γιορτάσει τα 40χρονα της μ’ ένα βράδυ στο σπέρμα βουτηγμένο.

Μπήκε σε ένα σάιτ γνωριμιών να βρει άντρα (μεγάλος συμβιβασμός για τα μέχρι πρότινος πιστεύω της), αλλά ο ένας της βρομούσε, ο άλλος της ξίνιζε και δεν μπορούσε να διαλέξει. Αντί να επιλέξει γκόμενο βάσει εμφάνισης, αυτή τους απέρριπτε από τα χόμπι και τα ενδιαφέροντα, λες και θα τους παντρευόταν. Όταν είδε λοιπόν ότι ούτε με τη μέθοδο α λα καρτ θα έβλεπε χαρά στα σκέλια της, αποφάσισε να πληρώσει ένα ζιγκολό, ο οποίος εφόσον θα πληρωνόταν, θα όφειλε να είναι όπως τον ήθελε. Θα πληρούσε όλες τις προδιαγραφές βάσει συμβολαίου, βάσει συμφωνίας. Θα έπρεπε να υποδυθεί ρόλο, δεν θα άφηνε την τυχόν μπανάλ καταγωγή ή και συμπεριφορά του, να της χαλάσουν τη φαντασίωση. Εντόπισε, λοιπόν, έναν κύριο που εκ πρώτης όψεως ήταν επιβλητικός, φαινόταν ελαφρώς μεγαλύτερός της, σοβαρός, μορφωμένος και προ πάντων, εγκεφαλικός. Στο προφίλ του έγραφε ότι ασχολείται με τη συνοδεία κυριών ως χόμπι, ως δεύτερη δουλειά, επειδή τον καύλωνε η ιδέα να προσφέρει ηδονή σε γυναίκες που ήθελαν το κατιτίς παραπάνω - επί πληρωμής. 

Η Σοφοκλέους Αντιγόνη του εξήγησε το σχέδιο με μέηλ. Ήθελε να έρθει στο σπίτι της ντυμένος με τα πιο ακριβά του ρούχα, κρατώντας ένα μπουκάλι κρασί, και να υποδυθεί τον άντρα της αδελφής της. Παρένθεση: Η Σοφοκλέους Αντιγόνη έχει μια αδελφή που είναι πολύ ομορφότερή της, πολύ εξυπνότερή της, και η οποία παιδιόθεν την περιθωριοποιούσε. Ακουσίως, μα την περιθωριοποιούσε. Εξ αιτίας της η Σοφοκλέους Αντιγόνη μεγάλωσε σαν η παρακατιανή της οικογένειας και ο μοναδικός γκόμενος που θέλησε στη ζωή της πραγματικά, ως έφηβη, ήταν αυτός που έμελλε να ερωτευτεί και να παντρευτεί την αδελφή της. Δεν την έφτανε δηλαδή η μοίρα της η σακατεμένη, είχε στο βιογραφικό της και μία αδελφική ‘προδοσία’ που θέριεψε με τα χρόνια και ζητούσε εκδίκηση. Ήθελε λοιπόν, να ζήσει σαν φαντασίωση ότι την ημέρα των γενεθλίων της θα έκανε σεξ με τον άντρα της αδελφής της. Έτσι, για να πάρει το αίμα της πίσω.

Μάλιστα, όταν μίλησαν στο τηλέφωνο του εξήγησε επί λέξει: «Θα έρθεις να χτυπήσεις το κουδούνι, θα υποκρίνεσαι ότι με ξέρεις από 15 χρονών και θα μου πεις ότι τώρα που η αδελφή μου λείπει από τη χώρα είναι ευκαιρία να ζήσουμε αυτά που δεν ζήσαμε μια ζωή. Μετά θα βγούμε στο μπαλκόνι, θέλω να μου βγάλεις τα βυζιά έξω από το σουτιέν, να παίξεις με αυτά ώσπου να μελανιάσουν, να με γυρίσεις βίαια προς τον δρόμο, να μου σηκώσεις το φουστάνι και να με πάρεις επί τόπου, στα όρθια, ώσπου να μας ακούσει όλο το Καϊμακλί».

Ο ζιγκολός δεν έφερε αντίρρηση, άλλωστε ο συγκεκριμένος είχε τεράστια εμπειρία στον χώρο και είχαν δει τα μάτια του πολλά. Πιο πολύ τον απασχολούσε το πού ακριβώς θα έβρισκε αυτά τα ανύπαρκτα βυζιά να τα ζουλήξει ώσπου να μελανιάσουν (φάνταζε σαν όρος απαράβατος), παρά το σενάριο που έπρεπε να ακολουθήσει. Εκτός των άλλων, είχε ξεκαθαρίσει εκ των προτέρων ότι θα πληρωνόταν στην αρχή της επίσκεψης οπότε ουδόλως τον απασχολούσε αν θα κέρδιζε το Όσκαρ του πρώτου αντρικού ψώλου.

Και ήρθε, αισίως, η μέρα του happy birthday. Η Σοφοκλέους Αντιγόνη πήγε και αγόρασε καινούρια, ακριβά εσώρουχα, πήγε κομμωτήριο, πήγε αισθητικό, πήγε για εξορκισμό, και στις 10:00 στήθηκε και περίμενε το δώρο της. Το οποίο δώρο ήρθε στην ώρα του, βάσει πρωτοκόλλου, έπαιξε όσο πιο πειστικά γινόταν τον ρόλο του παρά τις όποιες στιγμές αμηχανίας, ξευτίλισε εκ του μακρόθεν και διά φαντασίας την αδελφή της πελάτισσάς του με απανωτά: «Εσένα θέλω, εσένα ήθελα πάντα μουνάρα μου, την αδελφή σου την καριόλα την έχω μόνο για τα λεφτά της!», και αποχώρησε κύριος. Μα, φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας!

Μπορεί η παρθενιά της Σοφοκλέους Αντιγόνης να ήτο παρελθόν, μπορεί η ίδια να ξεμπλόκαρε επιτέλους και να αναγνώρισε ότι μόλις είχε πετάξει €300 για κάτι που τελικά ήταν πολύ φθηνότερο, μα τώρα θα άρχιζε το πραγματικό γαμήσι. Ο κύριος, που στον ελεύθερο του χρόνο πωλούσε ηδονή με τη σέσουλα, στην πραγματικότητα ήταν κι αυτός δάσκαλος. Δεν άργησε, λοιπόν, η μέρα που η Σοφοκλέους Αντιγόνη μετατέθηκε από το Δημοτικό σχολείο στο οποίο εργαζόταν σε ένα άλλο, όπου ο ζιγκολός εκτελούσε επίσης χρέη διδασκάλου, άλλης μορφής!

Ο ίδιος έσπευσε να κατευνάσει τις ανησυχίες της κυρίας Σοφοκλέους η οποία με το που τον είδε άλλαξε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, ξεμοναχιάζοντάς την στον σύλλογο κατά τη διάρκεια του τρίτου διαλείμματος, και εξηγώντας της ότι πάνω απ’ όλα είναι εχέμυθος, καθότι και ο ίδιος παντρεμένος, οπότε δεν είχε λόγο να φοβηθεί το οτιδήποτε. Παρόλα αυτά, η Σοφοκλέους Αντιγόνη, πρώην παρθένα δασκάλα και νυν μέγας χορηγός του αγοραίου έρωτα πανικοβλήθηκε τα μάλα, έπαθε panic attack που λέμε λαϊκά στη Νήσο των Αγίων, και έσπευσε να επικοινωνήσει με έναν γνωστό της στο Υπουργείο Παιδείας, που ήξερε τον Υπουργό, να τη μεταθέσει επειγόντως αλλού.


Όπερ και εγένετω. Η Σοφοκλέους Αντιγόνη μετατέθηκε σε ένα Δημοτικό σχολείο της ορεινής Κύπρου και ησύχασε, παρόλα αυτά, με την τρομάρα που πήρε και την ντροπή που αισθάνθηκε αμφιβάλλω αν επιχείρησε ξανά να πηδηχτεί, καθότι όπως είπε και ο σοφός λαός: όποιος καίγεται στο χυλό, μετά φυσά και το γιαούρτι. 

Πέμπτη, Μαΐου 15, 2014

Στην Πινακοθήκη

Χθες το απόγευμα επισκεφτήκαμε με τη Μπρέντα τη πινακοθήκη του Λεβέντη στο κέντρο της Λευκωσίας. Αν δεν πήγες μέχρι τώρα, να πας!

Πέραν του ότι θα δεις ωραία κομμάτια τέχνης, από Τσαρούχη μέχρι Ρενουά και Μονέ, θα εισπράξεις μια αύρα εξωτερικού που θα σε αναζωογονήσει. Ήταν πολύ περίεργο το συναίσθημα. Να βρίσκεσαι σε ένα μοντέρνο κτήριο, περιτριγυρισμένος από τόση τέχνη, να είναι όλα υπερσύγχρονα και καλοσχεδιασμένα κι όλα αυτά στην ίδια σου τη χώρα. Λυπηρό που δεν το έχουμε συνηθίσει, αλλά ελπιδοφόρο ότι μια μέρα θα νιώσουμε ότι ζούμε σε χώρα για την οποία δεν θα ντρεπόμαστε.

Ακόμα πιο ελπιδοφόρο είναι το γεγονός ότι η προσέλευση είναι ικανοποιητική μέχρι στιγμής. Ρωτήσαμε και μάθαμε ότι τα σαββατοκύριακα γίνεται χαμός, ενώ άρχισαν να κάνουν επισκέψεις και σχολεία. Πάντως, εχθές που πήγαμε εμείς ζήτημα να είχε πενήντα άτομα. Περιττό να σου πω ότι το εστιατόριο / καφετέρια στο ισόγειο συγκεντρώνει περισσότερο κόσμο, οι πιο πολλοί από τους οποίους δεν κάνουν τον κόπο να σύρουν τα κουλά τους μέχρι το εσωτερικό και να δουν τα εκθέματα. Ούτε εγώ είμαι ιδιαίτερα έντεχνος, αλλά ντροπή, ακόμη κι αν δεν καταλαβαίνεις τι βλέπεις, δεν μπορεί, κάτι θα εντυπωθεί στην ξερή σου μόνο και μόνο από τη θέαση. Νισάφι με το φαΐ και τους καφέδες, δεν χορτάσατε τόσα χρόνια;

Για να ευθυμήσουμε λίγο όμως, και να παρεκκλίνουμε ελαφρώς από το θέμα, σου παραθέτω την πιο κάτω φωτογραφία που τράβηξα μέσα στη γκαλερί, η οποία και με ενθουσίασε για προσωπικούς λόγους:



Θυμάσαι που κάποτε έγραφα ότι πρέπει να σκεφτούμε έναν τρόπο να ομορφύνουμε τη Λευκωσία ώστε να μην σιχαινόμαστε να κοιτάξουμε έξω από το παράθυρο; Ε, κάποτε είχα προτείνει στη μάνα μου, αλλά και στη Μπρέντα, ότι θα ήταν ωραίο να επικαλύψουμε τα παράθυρα των σπιτιών μας με τεράστιες αφίσες οι οποίες θα έκρυβαν τη θέα της πόλης, το τσιμέντο, τα άθλια ντεπόζιτα στις οροφές των κακόγουστων κτηρίων και γενικότερα τις «χωματσιές» και τα βοσκοτόπια. Τόσο η μάνα μου, όσο και η Μπρέντα με έβγαλαν τρελό, σε όσους το είπα γέλασαν, μα ιδού ότι είναι εφικτό.

Όπως βλέπεις στη φωτογραφία, πρόκειται για μια λεπτομερή αναπαράσταση του σαλονιού του κ. Λεβέντη από το σπίτι του στο Παρίσι. Το παράθυρο στα δεξιά έχει θέα τον πύργο του Άιφελ βεβαίως, βεβαίως, μα εδώ πρόκειται απλώς για ένα αυτοκόλλητο κολλημένο σε ένα τζάμι με ειδικό φως από πίσω, το οποίο το καθιστά όσο πιο αληθοφανές γίνεται. Με λίγα λόγια αντί να βλέπεις έξω την έρημη και βρομισμένη Μακαρίου, κοιτάς το ολόφωτο Παρίσι και αγαλλιάζεις.

Δεν θέλει και παπά να σου το πει ότι αναθάρρησα και θεωρώ δεδομένο ότι θα καλύψω όλα τα παράθυρα του σπιτιού μου με κάτι ανάλογο. Όχι, γιατί όλοι πέσανε να με πείσουν ότι αυτά τα πράγματα δεν γίνονται. Γίνονται και παραγίνονται, άμα θέλεις όλα γίνονται! Ακρόπολη θα βλέπει το σαλόνι, Παρίσι το υπνοδωμάτιο (για να είναι έτσι πιο ερωτικό), Σαγκράδα Φαμίλια η κουζίνα. "Γύρο του κόσμου σε 80 τετραγωνικά" θα στο κάνω εκεί μέσα! Το αυτοκόλλητο ως γνωστόν ξεκολλά εύκολα, άρα αλλάζεις και παραστάσεις ανάλογα με τη διάθεση. Δεν σου κάνει η Ακρόπολη; Κολλάς το Κολοσσαίο. Μην σου πω ότι αν έχεις χρήμα αντί για αυτοκόλλητα, κοτσάρεις led οθόνες οι οποίες θα μεταδίδουν βίντεο την αλλαγή του ουρανού και θα είναι ακόμα πιο ρεαλιστική η αυταπάτη.

Πανοραμική άποψη της Λευκωσίας. Κερδίζει άνετα τον τίτλο της πιο αδιάφορης πρωτεύουσας σε όλη την Ευρώπη. Πφ!

Αυταπάτες! Μόνο έτσι επιβιώνεις εδώ. Δημιουργώντας τες, συντηρώντας τες και αγαπώντας τες.


Αλλά ναι, η πινακοθήκη Λεβέντη ήταν το θέμα μας. Για όσους ενδιαφέρονται, αυτό είναι το σάιτ, www.leventisgallery.org, πάρτε μια γεύση και σπεύσατε ταχαίως. 

Τετάρτη, Μαΐου 14, 2014

Παράξενοι Άνθρωποι - Μέρος Β'


   (…Συνέχεια από χθες)

Είχα μείνει άναυδος. Δεν πίστευα στα μάτια μου!

Το δωμάτιο της Ελληνίδας δεν είχε τίποτε το αξιοσημείωτο εντός. Ένα φυσιολογικότατο δωμάτιο με όλα τα χρειώδη του μέσου φοιτητή. Λάπτοπ ανοιχτό με πολύχρωμα pipes των Windows για screensaver, βιβλία στα ράφια, σημειώσεις ατάκτως ερριμμένες στο γραφείο, ένα άστρωτο κρεβάτι, φωτογραφίες από διακοπές στις Κυκλάδες στους τοίχους. Ουδέν περίεργο, ουδέν μεμπτό. Ούτε ναρκωτικά, ούτε πτώματα. Τι βαρετή ζωή, Θεέ μου, κρίμα τα νιάτα κι η τσαχπινιά, κρίμα η κατασκοπεία!

Αντιλαμβάνεσαι ότι η γυναίκα συμπεριφερόταν παράξενα, χωρίς λόγο. Κι αυτό την καθιστούσε ακόμα πιο παράξενη. Προς τι τόση αποστροφή προς όλους μας, προς τι τόση μυστικοπάθεια; Γούστο της, καπέλο της και καουμποϊλίκι της, θα μου πεις. Δεν αντιλέγω, ο καθείς και οι επιλογές του. Αλλά δεν μπορούσα να αντιληφθώ πώς ήταν δυνατόν να ήμασταν και οι εφτά συγκάτοικοι μια παρέα και μας χαλούσε την απαρτία εκείνη, άνευ σοβαρής αιτίας. Μέχρι και με τη Μεξικάνα τη θεούσα είχαμε δέσει, ήταν απορίας άξιο γιατί δεν κερδίσαμε την Ελληνίδα. Και κάπως έτσι βγάλαμε τη χρονιά.

Τέλος πάντων, για να καταλάβεις το μέγεθος της παραξενιάς, τα χρόνια πέρασαν. Πέρασε και το 2005, πήρε η ζωή του καθενός τον δρόμο της και έκτοτε καμία επαφή. Κανένα σημάδι ζωής εκ μέρους της. Τη διέγραψα κι εγώ από τα πρόσωπα με τα οποία θα ήθελα να έχω μίαν υποτυπώδη σχέση. Στα τέλη του 2009 όμως, την ημέρα που έπαθα το καρδιακό και ήμουν τέζα στην εντατική, αφού συνήλθα και άνοιξα το κινητό μου να διαβάσω τα μηνύματα και λοιπούς επικήδειους των φίλων μου, πρώτο, πρώτο στη σειρά εμφανίστηκε ένα δικό της! Πέντε χρόνια μετά αποφάσισε να δηλώσει το παρόν της. Και μου είχε γράψει: «Τι κάνεις Χρίστο μου; Είδες ότι παρόλα τα χρόνια δεν σε ξεχνώ, χάνομαι λίγο αλλά επανεμφανίζομαι, χεχε!»

Σάστισα κι εγώ. Μωρέ λες να πέθανα και να μην το πήρα πρέφα, και κάθομαι τώρα στην κόλαση και λαμβάνω μηνύματα από ράντομ κόσμο; «Μόλις συνήλθα από καρδιακό επεισόδιο», απάντησα. «Είμαι στην εντατική, αλλά είμαι καλά παρόλο το μεγάλο σοκ». Και μου απάντησε επί λέξει: «Μου λες ψέματα! Όχι, δεν μπορεί να είναι αλήθεια, δεν θα το επιτρέψω να συμβεί αυτό σε σένα!»

Ήμουν έτοιμος να πατήσω το κουμπί του πανικού να έρθει η νοσοκόμα να επιληφθεί του μηνύματος. Τι αντίδραση ήταν αυτή τώρα; Είχε να μου μιλήσει πέντε χρόνια, όσο συγκατοικούσαμε με απέφευγε ωσάν ο διάολος το λιβάνι και τώρα ωρυόταν διά μέσου μηνυμάτων σαν φωσκολική ηρωίδα για το κακό που με βρήκε; Πόσο παράξενο! Λίγα λεπτά μετά της απάντησα ότι δεν χρειαζόταν να ανησυχεί καθότι ήμουν εντάξει, ότι πολύ θα ήθελα να τη δω κάποια στιγμή και να κρατήσουμε σοβαρή επαφή. Δεν μου ξαναπάντησε. Άκρα του τάφου σιωπή.

Αυτά το 2009. Έκτοτε πέρασαν άλλα πέντε χρόνια, φτάσαμε στο σήμερα, και δεν είχα ούτε ένα νέο της. Σημείωσε ότι αποφεύγει τα κοινωνικά δίκτυα και έτσι ούτε από εκείνη την οδό έχω πρόσβαση στην ίδια. Προχθές όμως, αρχές Μαΐου 2014, εκεί που είχα σχολάσει, είχα μπει στο σπίτι φουριόζος να φάω και να ξεραθώ, συνδέθηκε το κινητό μου με το wifi, και έλαβα αμέσως ένα μήνυμα στο Viber. Ήταν άγνωστος ο αριθμός, αλλά από τα συμφραζόμενα την αναγνώρισα: «Τι κάνεις; Μην νομίζεις ότι δεν σε σκέφτομαι. Και σε σκέφτομαι και σε πεθυμώ. Μην σου πω ότι είμαι στα πρόθυρα να συνδεθώ με το Facebook για να μαθαίνω νέα σου!»

Παναγιά μου, σκέφτηκα, τι σημάδι είναι αυτό; Να μου το θυμηθείς, μου ξανάρχεται το καρδιακό! Αφού ηρέμησα της απάντησα ευγενικά, την ρώτησα τι κάνει, πότε θα τη δω, πού ζει, αν παντρεύτηκε, πού εργάζεται και τα συναφή. Δεν έλαβα απάντηση. Σε πέντε χρόνια ξανά, μπορεί.

Τι παράξενος κόσμος!


(αύριο θα σου πω κι άλλη ιστορία, πιο παράξενη).

Τρίτη, Μαΐου 13, 2014

Παράξενοι Άνθρωποι - Μέρος Α'

Ένα από τα πιο παράξενα πλάσματα που γνώρισα ποτέ μου, ήταν μια Ελληνίδα συγκάτοικός μου στο Λονδίνο, το 2005. Δεν είχε μούσια, δεν είχε ενωμένα φρύδια, ούτε αξύριστες γάμπες, αλλά ήταν πάρα πολύ παράξενη. Κατ’ αρχάς, να σου πω ότι την πρώτη μέρα που τη γνώρισα είχε έρθει με τη θεία της από την Ελλάδα και συγύριζαν το δωμάτιο της στην εστία, το οποίο ήταν δίπλα από το δικό μου. Λόγω του ότι οι τοίχοι ήταν φτιαγμένοι από τσιγαρόχαρτο, μπορούσα να τις ακούσω, και από την προφορά διέκρινα πως επρόκειτο για ελλαδίτισσες που μιλούσαν μεταξύ τους αγγλικά (μιλούμε για τόσο πολύ τσιγαρόχαρτο). Όταν μετά από λίγο μου συστήθηκαν στην κουζίνα, συνέχισαν να μιλούν μεταξύ τους στα αγγλικά, τις ρώτησα γιατί το κάνουν, και μου απάντησαν ότι προσπαθούσαν να φρεσκάρουν τη γλώσσα. Δεν είναι πολύ κουφό τώρα αυτό; Εσύ είδες ποτέ σου Έλληνες στο εξωτερικό να μιλούν μεταξύ τους αγγλικά; Εδώ οι πιο πολλοί δεν τα μιλάνε ούτε όταν υπάρχουν στην παρέα τους ξένοι. Τέλος πάντων, δεν έδωσα σημασία, αλλά δεν μου πέρασε και απαρατήρητο. Στην πορεία ανακάλυψα κι άλλα παράξενα τα οποία αν τα εξετάσεις ένα προς ένα δεν ξενίζουν ιδιαίτερα, αλλά όλα μαζί συγκροτούσαν αναντίρρητα μια πολύ ιδιόμορφη προσωπικότητα.

Το πιο παράξενο από όλα ήταν ότι στους 10 μήνες συγκατοίκησης, η συγκεκριμένη ουδέποτε μας επίτρεψε να μπούμε ή να δούμε το δωμάτιό της. Οι υπόλοιποι μπαινοβγαίναμε στα δωμάτια ο ένας του άλλου σαν να ήταν δικά μας, πολλές φορές χωρίς να χτυπήσουμε καν τη πόρτα, αυτή δεν μας έδινε τέτοιο δικαίωμα. Όποτε της χτυπούσαμε, είτε μας απαντούσε από μέσα χωρίς να ανοίξει, είτε άνοιγε, έκλεινε αμέσως την πόρτα πίσω της, σαν να έκρυβε κάτι και μετά ξαναέμπαινε σχεδόν από τη χαραμάδα, μην τυχόν και προλάβουμε να δούμε τι έχει μέσα. Οργίαζαν οι φήμες με τους συγκάτοικους: «Κάνει ναρκωτικά» έλεγε ο ένας, «είναι λεσβία και δεν θέλει να δούμε στους τοίχους τις αφίσες με τις γκόμενες» έλεγε ο άλλος, «κρύβει τεμαχισμένα πτώματα» έλεγα εγώ.

Επίσης, δεν μας καταδέχτηκε ποτέ σε έξοδο. Δεν μπορούσε ποτέ. Είτε είχε διάβασμα, είτε είχε κανονίσει να βγει με μία φίλη της, Κινέζα. Αυτή η Κινέζα, εμένα μου ακουγόταν πολύ ύποπτη. Πρώτον, λίγο να έζησες με τους Κινέζους, θα ξέρεις ότι ναι μεν είναι χαριτωμένοι, αλλά απέχουμε τόσο πολύ σαν κουλτούρες που δεν τους αντέχεις πάνω από μία ώρα. Αλλά πες ότι το ξεπέρασε κι αυτό και είχε γνωρίσει όντως μια Κινέζα μεγαλωμένη κατά τα δυτικά πρότυπα και είχαν κοινές συνισταμένες. Τι είχε αυτή η Κινέζα και μόνο μαζί έβγαιναν; Τα είχανε; Δεν μάθαμε ποτέ. Και δεν μάθαμε ποτέ, γιατί δεν είδαμε ποτέ αυτή την Κινέζα. Από κάποιο σημείο κι έπειτα ήμουν πεπεισμένος ότι επρόκειτο για φανταστικό πρόσωπο και ότι αυτή μας πουλούσε φούμαρα. Άσε που μια μέρα τη ρώτησα τι κάνει η φίλη σου η Κινέζα και μου είπε «τσακωθήκαμε και δεν ξαναβρεθήκαμε». Αυτό κι αν ήταν ύποπτο. Τσακώθηκαν τάχα μου, σε ποιόν τα πουλάς αυτά κυρά μου;

Εν πάση περιπτώσει, ήμουν αποφασισμένος να ξεδιαλύνω το μυστήριο της κοπέλας που ήρθε και εγκαταστάθηκε δίπλα μου. Και μία μέρα, Μάης ήταν, το θυμάμαι σαν να ήταν χθες, η εν λόγω Ελληνίδα ξεπρόβαλε από το δωμάτιό της, κατευθύνθηκε προς την κουζίνα και όλως περιέργως ξέχασε την πόρτα του δωματίου της ξεκλείδωτη. Ήταν ευκαιρία! Βεβαιώθηκα ότι άρχισε το μαγείρεμα και ότι δεν θα επέστρεφε γρήγορα. Πλανήθηκα στον διάδρομο πάνω κάτω, παρακολουθώντας την από το παραθυράκι της πόρτας. Όταν έσκυψε να πιάσει κάτι από την κατάψυξη, έτρεξα, άνοιξα αστραπιαία την πόρτα του δωματίου της, έχωσα μέσα το κεφάλι μου, και τι να δω!



(Συνεχίζεται…)

Κυριακή, Μαΐου 11, 2014

Unstoppable!

Γι αυτό αγαπώ τη Γιουροβίζιον, μάνα μου, διότι από το 1990 που άρχισα να την… ‘μελετώ’, μου μαθαίνει κάθε χρόνο ότι δεν έμαθα ακόμα τίποτε. Λοιπόν, σχόλια εν τάχει καθότι ξημερωθήκαμε:



Η Κοντσίτα, που θα μπορούσε να ήταν κάλλιστα ο Κώτσιος ο Λεμεσιανός που ντύθηκε στα καρναβάλια γυναίκα και το γύρισε σε Κωντσίτα, ύψωσε περήφανα το τρόπαιο και φώναξε “were unstoppable”. Προφανώς θεωρεί ότι τώρα οι γκέι όλου του κόσμου είναι ελεύθεροι και ισότιμοι πολίτες στη χώρα τους. Δεν ξέρω αν έτσι προστέθηκε άλλο ένα λιθαράκι στην «αποδοχή της διαφορετικότητας», μα έχω ένα προαίσθημα ότι η νίκη της Αυστρίας δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί και πολύ από αυτή των Λόρντι το 2006.

Όπως καθόμασταν τότε στον καναπέ και εντυπωσιαστήκαμε από τα τέρατα και είπαμε «how bizarre, ας τους ψηφίσουμε να σπάσουμε πλάκα», το ίδιο συνέβη και τώρα. Γιατί αν το γκέι κίνημα περιμένει ότι θα πάει μπροστά και θα κερδίσει την αποδοχή με τον κάθε διαταραγμένο που φορεί φουστάνια, περούκα, βλεφαρίδες και αφήνει τον μύστακα αξύριστο, σώθηκε. Η Κοντσίτα σαφώς και ήταν συμπαθέστατη καρικατούρα, οι δραματικές της αντιδράσεις στα δωδεκάρια την καθιστούσαν περαιτέρω ενδιαφέρουσα και θεαματική (προσωπικά αναρωτιόμουν αν παίζει τόσο καλό θέατρο ή αν όντως αντιδρούσε έτσι εκ του φυσικού της), αλλά μην τρελαθούμε κιόλας, υπάρχουν και πιο αξιοπρεπείς τρόποι να προωθήσεις και να διεκδικήσεις την ισότητα, όπως π.χ. έπραξαν οι Ισλανδοί που τραγούδησαν για ακριβώς το ίδιο πράγμα: “No Prejudice”, χωρίς να γίνουν καραγκιόζηδες.

Στο κάτω, κάτω, εγώ βρίσκω και άσκοπο να διεκδικείς την καθιέρωση της διαφορετικότητας, αφού προσωπικά όλους διαφορετικούς μας βρίσκω. Δεν βλέπω κανέναν τον ίδιον με τον άλλον, τόσο εξωτερικά, όσο και εσωτερικά, αλλά και από σεξουαλικής προτίμησης, άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Επομένως δεν είναι ανάγκη να φορέσεις την τουαλέτα της μάνας σου από κάτι βαφτίσια στα Τρίκαλα τη δεκαετία του ‘80  για να κερδίσεις, τάχα μου, την αποδοχή.

Τέλος πάντων, μην το υπεραναλύουμε, προσωπικά τη χάρηκα τη νίκη της Αυστρίας για πολλούς λόγους. Πρώτον γιατί έχει να κερδίσει από το 1966, επειδή γενικώς όλα αυτά τα χρόνια είναι τα μάλα περιθωριοποιημένη με μέσο όρο πλασαρίσματος τη 14η θέση, και επειδή ο διαγωνισμός παραμένει ευτυχώς στην κεντρική Ευρώπη και δεν μετατοπίζεται σε κανένα Αζερμπαϊτζάν, καμία Γεωργία, Αρμενία και γενικότερα στα όρη και τα παραρά του Καυκάσου, που ως γνωστόν είναι και ο χάρος μου.

Να σου πω επίσης ότι καταχάρηκα και για τη 2η θέση της Ολλανδίας. Εξ αρχής έβρισκα το τραγούδι «πολύ καλό για Γιουροβίζιον», αλλά δεν περίμενα ότι θα είχε τόση απήχηση. Δεν το είχα ούτε μέσα στα δικά μου 4 πρώτα. Καλά, για να καταλάβεις ένστικτο, είχα σίγουρο το Ισραήλ, που τελικά ήρθε προτελευταίο στον ημιτελικό και δεν πέρασε καν, τη Γαλλία που ήρθε τελευταία, την Ιταλία που ήρθε 21η (δικαίως, δεν ήταν καλή επί σκηνής), και την Σουηδία που δεν κατάφερε να επιβληθεί στην αρένα και να μεταδώσει τη ψαρωτική ατμόσφαιρα που είχε δημιουργήσει στο βίντεο κλιπ της. Ανεξάρτητα με το τι είδαμε εν τέλει, εξακολουθώ να πιστεύω ότι αυτά τα 4 ήταν τα καλύτερα τραγούδια του διαγωνισμού φέτος, τουλάχιστον στα studio versions τους κερδίζουν τις εντυπώσεις εύκολα.

Η Ελλάδα πήρε τον πούλο. Παρόλο που παρασυρθήκαμε από τα προγνωστικά των τελευταίων ημερών και πιστέψαμε ότι θα κάνουμε την έκπληξη χάριν τραμπολίνου, τελικά δεν... Υπήρξαμε όντως άτυχοι σε πολλούς τομείς, όπως π.χ. ότι εμφανιστήκαμε 10οι, συμπιεσμένοι ανάμεσα στα πολωνικά βυζιά και το αυστριακό μούσι, ενώ παράλληλα έλειπαν από τον διαγωνισμό παραδοσιακοί σύμμαχοι όπως η Κύπρος, η Βουλγαρία, η Σερβία που μας πριμοδοτούσαν κλασσικά και αφοσιωμένα με βαθμούς από 8 έως 12, αλλά... κακά τα ψέματα, η πικρή αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα δεν πήγε καλά γιατί το τραγούδι δεν ήταν Ελλάδα.

Ακούγεται κάπως αυτό που λέω, αλλά όταν έβλεπα τον Αγάθωνα να λέει «γεια μας», τον Αλκαίο να φωνάζει «Όπα» και τον Γιώρκα να χορεύει ζεμπεκιά, ένιωθα ένα παιδικό ρίγος να με διαπερνά. Τελείωνε το τραγούδι και ήταν σαν να έβλεπα την Πατουλίδου να λέει «για την Ελλάδα ρε γαμώ το». Φέτος, έβλεπα κάτι χιψτεράδες, που είχαν φάτσες για πολλά χαστούκια, να μου λένε Rise Up και σκεφτόμουν, είχατε και στο χωριό σας Rise Up, Riskykidd και ξενόφερτες παπάρες; Ακούγομαι σαν τον παππού σου τώρα, αλλά αυτή είναι η αλήθεια: Σαν το ελληνικό στοιχείο δεν έχει! Και πιο πολύ από τον Έλληνα, το ελληνικό στοιχείο το έχει ανάγκη ο ξένος. Παρατήστε τις μαλακίες εκεί στο Mad και ψήστε κανέναν Φοίβο να γράψει κανένα λαϊκό τραγούδι, ας είναι και επιπέδου Πετρέλη, να ξαναδούμε χαρά στον πίνακα. Δηλαδή, έλεος, μέχρι και το Cheesecake της Λευκορωσίας μας πέρασε… Καλά να πάθουμε, να έρθουμε στα ίσα μας.

Αυτά τα ολίγα. Κατά τα άλλα να σου πω ότι ήταν ο πιο ενδιαφέρων διαγωνισμός από το 2000 και μετά και κατά τη γνώμη μου ο καλύτερος διαγωνισμός μακράν από πλευράς σκηνικών, εφέ, γραφικών, έναρξης και καρτ ποστάλ (το δε interval act με την περσινή νικήτρια στο Rainmaker και τα χορευτικά με τα νερά, ούτε σε ολυμπιάδα!). Το ‘δημιουργικό’ του εγχειρήματος δηλαδή, ήταν όλα τα λεφτά μωρό μου, όλα τα λεφτά. Ακόμη και η ψηφοφορία είχε αγωνία, ήταν όλα ρευστά μέχρι και τα τρία τέταρτα της καταμέτρησης των ψήφων, πράγμα που είχε να συμβεί χρόνια. Τα τελευταία δύο χρόνια δε, ήταν τόσο βαρετά, αφού ξέραμε από πριν τον διαγωνισμό ποιος θα κέρδιζε.



Και του χρόνου. 

Πέμπτη, Μαΐου 08, 2014

All Hail The King



Για κάποιο ακατανόητο και σατανικό λόγο μου πήρε χρόνια να ανακαλύψω το αριστούργημα που ακούει στο όνομα Breaking Bad. Σίγουρα, δεν είμαι φαν των αμερικανικών σειρών και εκτός από Lost και Desperate Housewives δεν έχω παρακολουθήσει τίποτε άλλο με συνέπεια στην τηλεόραση, μα αυτή μου η παράλειψη ήταν αδικαιολόγητη. Να παίζεται στην Αμερική τα τελευταία έξι χρόνια κι εγώ να το έχω ανακαλύψει μόλις τώρα. Ντροπή. Είμαι ξευτίλας, παρακαλώ διαδώστε. 

Το τελείωσα χθες βράδυ. Παρακολουθώντας τα επεισόδια τρία-τρία. Έριξα το κλάμα της αρκούδας. Γιατί ο Ουόλτερ Γουάιτ είμαστε όλοι μας. Οι λούζερς άνθρωποι της διπλανής πόρτας που πρέπει να αρρωστήσουμε για να αναγκαστούμε να ζήσουμε και να εκδηλώσουμε το μεγαλειώδες ego μας. Πού πρέπει να δούμε το τέλος για να κάνουμε την αρχή. Ταυτίστηκα στο μάξιμουμ. Δεν θα παρήγαγα ναρκωτικά βεβαίως, βεβαίως, αλλά αντιλαμβάνεσαι τι θέλω να πω.

Το Breaking Bad είναι ό, τι καλύτερο έχω παρακολουθήσει και για έναν άλλον λόγο. Ο σεναριογράφος μας σεβάστηκε στο έπακρον. Απάντησε όλα τα ερωτήματα που προέκυψαν στην εξέλιξη του σεναρίου, φώτισε κάθε μας απορία, και το κυριότερο, απέδωσε δικαιοσύνη. «Τελείωσαν όλα, όπως όφειλαν να τελειώσουν», όπως σχολίασε και ένας φίλος, φανατικός επίσης. Δηλαδή, έχουμε όλα τα στάδια του αρχαίου ελληνικού δράματος παρόντα, ε, πώς να μην αγγίξει την τελειότητα; Από την τραγικότητα και την αναγνώριση, μέχρι την έξοδο και την κάθαρση. Μα, πάνω απ' όλα υπάρχει ο φόβος! Ότι δηλαδή, τα παθήματα του ήρωα μπορεί να τύχουν και στον θεατή. Πώς να μην του γράψεις ένα διθύραμβο μετά, έτσι να του βρίσκεται;

Διά το κουτσομπολιό του πράγματος, να σου πω ότι λάτρεψα σαν χαρακτήρα τον Γκας Φρινγκ, σιχάθηκα τον Τζέσσι Πίνκμαν, τη δε Σκάιλερ και τον Χανκ ήθελα να τους δείρω. Βέβαια, ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον το πώς άλλαζα γνώμη για το ποιόν του καθενός ανά επεισόδιο, μη σου πω και ανά σκηνή. Οι ανατροπές στη ψυχοσύνθεση των ηρώων ήταν τέτοιες που δεν ήσουν σίγουρος για κανέναν. Ούτε καν για τον πρωταγωνιστή, που κάπου εκεί στις αρχές του 5ου κύκλου αρχίζει και ξεχειλίζει από αλαζονεία.

Να το δεις το Breaking Bad οπωσδήποτε, αποτελεί δείγμα τηλεόρασης όπως θα έπρεπε να είναι. Και να το αγοράσεις. Τέτοιο κόσμημα αξίζει τα λεφτά σου, μία θέση στη βιντεοθήκη σου και περίοπτη θέση στο σαλόνι σου.


Άντε τώρα να μπεις στη διαδικασία να παρακολουθήσεις κάτι καινούριο... Και μη μου πεις για Game of Thrones! Προτιμώ να ξαναδώ τις ‘Τρεις Χάριτες!’ 

Τρίτη, Μαΐου 06, 2014

Έχει Απόψε Γιουροβίζιον

Έχει Γιουροβίζιον απόψε παιδάκια! Χεστήκατε; Ουδόλως με ενδιαφέρει, θα τα ακούσετε:

Προμηνύεται τρομερή χρονιά. Οι Δανοί το πήραν σοβαρά το ζήτημα, πιο σοβαρά και από τους Σουηδούς πέρσι, και έχτισαν μια σκηνή που θα τη θυμόμαστε για χρόνια. Από τη Μόσχα ’09 είχα να εντυπωσιαστώ τόσο. Εκτός της τεράστιας έκτασής της και της τεχνολογικής της αρτιότητας, θα δούμε καινοτομίες που θα πάνε το σόου βήματα μπροστά, όπως τη συμβολική συμμετοχή της Αυστραλίας, μία πιο διαφανή βαθμολογία, παραδοσιακές καρτ ποστάλ, πράγματα που ενθουσιάζουν τους πραγματικούς φαν, και αυτό είναι κάτι που με χαροποιεί τα μέγιστα.

Ιδού και το τοπ4 μου- (τοπ5 δεν μου βγαίνει):

4. Ισραήλ.

Σύγχρονο τραγούδι που ακούγεται άνετα και εκτός φεστιβάλ, με τη δυναμική Μέι να επιδεικνύει άφθονο μπούτι. Μου αρέσει που ένα κομμάτι του τραγουδιού ερμηνεύεται στα εβραϊκά, είναι σέξι και του πάει. Βαριέμαι όταν κερδίζει το Ισραήλ, γιατί κάθε φορά έχουν θέματα ασφάλειας με τα πολιτικά της χώρας, αλλά αν τα καταφέρουν φέτος δεν θα παραπονεθώ, ούτε θα γκρινιάξω, πράμα σπάνιο και δύσκολο διά εμού.



3. Ιταλία.

Παραδοσιακά οι Ιταλοί μέσα στο τοπ μου. Έχω πει χίλιες φορές ότι χάρη μας κάνουν και συμμετέχουν. Όλοι οι υπόλοιποι να μαζευτούμε δεν φτάνουμε το class τους ούτε στο μικρό τους δαχτυλάκι. Φέτος στέλνουν την Έμμα Μαρρόνε που απ’ όσο ακούω είναι σούπερ σταρ στην Ιταλία αυτή τη στιγμή, και επιλέχθηκε ομόφωνα από τη RAI χωρίς καν να περάσει από διαδικασία επιλογής. Ωραιότατο ποπ-ροκ τραγουδάκι με αξιόλογη αισθητική. Είδα την πρόβα, το Σάββατο στη σκηνή θα εμφανιστεί σαν σύγχρονη Ρωμαία αυτοκράτειρα! Οι Ιταλοί πρέπει να κερδίσουν επιτέλους και μακάρι να είναι φέτος η χρονιά τους.



2. Γαλλία.

Οριακά πιο μπροστά για μένα οι Γάλλοι με το «Μουστάκι». Είναι απ’ αυτά τα τραγούδια που πάνε άκλαυτα και άπατα, ίσως γιατί είναι λίγο πιο μπροστά από αυτό που περιμένει κανείς ν’ ακούσει στη Γιουροβίζιον. C-est comme ci, c-est comme ca, ό, τι βρέξει ας κατεβάσει για τους Γάλλους, κι αν πάλι καταλήξουν μέσα στους πέντε τελευταίους, δεν πειράζει, έχουν συνηθίσει.



1. Σουηδία.

Η Σουηδία έχει καταλήξει να θεωρείται η Ιρλανδία των ‘10ς. Κάθε χρόνο υπολογίσιμη δύναμη, αν όχι διεκδικήτρια του βραβείου. Φέτος κατεβαίνει με βαρύ πυροβολικό, με μπαλάντα του Frendrik Kempe, που στους κύκλους του διαγωνισμού θεωρείται βετεράνος (και τι δεν έγραψε κατά καιρούς). Το τραγούδι του ‘Undo’ θεωρείται ήδη φαβορί (έχω βάλει τρία θεωρείται μέσα στην ίδια παράγραφο, κατάλαβες πόσο βιαστικά το γράφω το report), αν και δεν ξέρω κατά πόσο οι επιτροπές θα θελήσουν να παραμείνει το βραβείο στη Σκανδιναβία και μάλιστα να επιστρέψει ξανά εκεί που ήταν πέρσι. Από την άλλη, δεν χωρεί αμφιβολία ότι το σουηδικό τραγούδι είναι 50 σκαλιά πιο πάνω από οποιοδήποτε άλλο τραγούδι διαγωνίζεται φέτος, και κατά τη γνώμη μου δεν έχει άλλη επιλογή από το να κερδίσει.



Από την άλλη, έχουμε και μια Αρμενία που βγαίνει στα μουλωχτά από δεξιά σαν σιγανοπαπαδιά και διεκδικεί το τρόπαιο. Γνωρίζοντας ότι η EBU αρέσκεται στο να ισορροπεί τη διεξαγωγή του διαγωνισμού ανάμεσα στην ανατολή και τη δύση, δεν αποκλείω να δω το Γιερεβάν να σημαιοστολίζεται από βδομάδας. Παρεμπιπτόντως, σημείωσε ότι το αρμένικο τραγούδι δεν μου αρέσει και συνήθως ό,τι δεν μου αρέσει, είτε πάει καλά, είτε κερδίζει.

Σε άλλα νέα, να σου πω ότι η Ελλάδα θα πάει ανέλπιστα καλά. Ήταν ευχάριστη έκπληξη το εύρημα του τραμπολίνου, ομολογουμένως. Φτάνει να συντονίσουν τις ταλαντώσεις τους βέβαια, και να μην φαίνονται στην οθόνη σαν ξεχαρβαλωμένα ελατήρια χαλασμένου αμορτισέρ. Κατά τα άλλα, παρόλο που δεν αντέχω τα τραγούδια τύπου «ντάπα-ντούπα», άρχισα να τους συμπαθώ.  

Πριν κλείσω να σου εκμυστηρευτώ το guilty pleasure μου για φέτος, που τιτλοφορείται ‘Cheesecake’ και εκπροσωπεί τη Λευκορωσία. Πρόκειται για έναν τύπο που ακροβατεί επικίνδυνα ανάμεσα στο βλάχο-trash του διαγωνισμού και το coolness, που τον ακούω και τον βλέπω πολύ ευχάριστα. Ξέρεις, είναι το αντίστοιχο της Baby Doll από το ’91, στο πιο 2014.





Αυτά. Δεν υπάρχει ωραιότερο πρόγραμμα στην τηλεόραση απ’ αυτό!

Κυριακή, Μαΐου 04, 2014

Μας Κακομαθαίνετε Κύριε Πρέσβη

Το πόσο τσαντίστηκα με τον διορισμό του πρώην υπουργού παιδείας, Κυριάκου Κενεβέζου, ως πρεσβευτή της Κύπρου στην Ελλάδα, δεν μπορείς να το φανταστείς. Ναι, αναγνωρίζω ότι ξεσπούν πολύ χειρότερα σκάνδαλα καθημερινά, γίνονται οικονομικές χοντράδες, πολιτικά ατοπήματα, ξεπουλήματα και τα λοιπά, μα αυτό το γεγονός με ενόχλησε περισσότερο από όλα, χωρίς βέβαια να εξετάζω ή να αμφισβητώ το νομοτυπικό του πράγματος.

Ο διορισμός του Κενεβέζου στην πρεσβεία, είναι η απόδειξη ότι δεν αξίζει να επιστρέψει κανένας πτυχιούχος στην Κύπρο, είναι η απόδειξη ότι δεν αξίζει καν να παλέψεις να διορθωθεί η χώρα και έχεις κάθε δίκαιο να μισείς, να βδελύσσεσαι κάθε τι κυπριακό, ώσπου να γίνει το θαύμα να εξαφανιστεί από προσώπου γης αυτή η λέρα, αυτή η κουράδα που ονομάζουμε πατρίδα.

Και τώρα που ηρέμησα, θα σου εξηγήσω και γιατί βγήκα από τα ρούχα μου.

Ξέρεις τι ζόρι περνά ένας υποψήφιος για να μπει στο Διπλωματικό Σώμα; Αν δεν ξέρεις να σου πω εγώ, αφού κάποτε μου πέρασε από το μυαλό να παρακαθίσω εξετάσεις για διορισμό στο Υπουργείο Εξωτερικών. Μια αγαπημένη φίλη μάλιστα, μου είχε φέρει και ένα παλιό γραπτό των εξετάσεων για να πάρω μια ιδέα, το οποίο ήταν τόσο απαιτητικό που θα έπρεπε να προετοιμάζομαι για δύο χρόνια προκειμένου να αντεπεξέλθω. Θα έπρεπε να παρακολουθώ τα διεθνή καθημερινά, θα έπρεπε να μάθω τα πάντα γύρω από την παγκόσμια γεωγραφία, να παρακολουθώ τις πολιτικές εξελίξεις και να έχω άποψη για τα πάντα, από τα εσωτερικά του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέχρι τις οικονομικές προοπτικές της Κίνας, της Ινδίας και της Βραζιλίας. Γενικά, θα έπρεπε να τα ξέρω όλα, και όταν λέω όλα, δεν υπερβάλλω.

Όλα αυτά, βέβαια, ήταν πράγματα τα οποία πάνω-κάτω τα είχα σπουδάσει, οπότε δεν θα ήταν ακατόρθωτο να αφοσιωθώ σ’ αυτά και να το παλέψω, αλλά γνωρίζοντας ότι οι θέσεις ήταν λίγες, οι υποψήφιοι πολλοί, και η σοβαροφανής φύση της δουλειάς τεράστια (τότε είχα μακριά μαλλιά και μου είχαν πει ότι θα έπρεπε να κουρευτώ για να με λάβουν σοβαρά υπόψη αν τυχόν περνούσα στο στάδιο της συνέντευξης, άκουσον, άκουσον), προτίμησα να κάτσω στ’ αβγά μου. Θα ήταν πολύ απαιτητικό το πρόγραμμα και δεν πετούσα και τη σκούφια μου για τη συγκεκριμένη δουλειά. Άλλωστε, μην ξεχνάς ότι ακόμη και να περνούσα στο Διπλωματικό Σώμα, το πιο πιθανόν θα ήταν ο πρώτος μου διορισμός, μη σου πω και ο δεύτερος και ο τρίτος, να ήταν σε καμιά χώρα της Μέσης Ανατολής, καμιά χώρα της Αφρικής ή και της Ασίας, που ως γνωστόν ούτε από πάνω με το αεροπλάνο δεν θέλω να περάσω, πόσω μάλλον να ζήσω εκεί για να προωθώ τα συμφέροντα της Κύπρου. 

Εν πάση περιπτώσει, αντιλαμβάνεσαι ότι το να πετύχεις διορισμό σε πρεσβεία, είτε ως διπλωμάτης, είτε ως Πρέσβης αργότερα, απαιτεί τεράστια αρχίδια γνώσεων και τεράστια ψυχολογικά αποθέματα.

Ε, μετά από όλα αυτά, που μόνο στη σκέψη τους χάνεις δέκα χρόνια από τη ζωή σου, το να βλέπεις να διορίζεται χωρίς καν εξετάσεις, χωρίς καν να περάσει από συνέντευξη, τολμώ να πω χωρίς καμία απόδειξη ότι κατέχει τα προσόντα, ο Κενεβέζος, και μάλιστα στον πλέον δημοφιλή προορισμό, αυτόν της Αθήνας, απλά και μόνο επειδή έπρεπε κάπου να τον μπήξει ο Αναστασιάδης, το λιγότερο που τους αξίζει, είναι οι κατάρες μας. Ας τον έστελνε τουλάχιστον σε καμιά Μπαγκλαντές, σε κανένα Πακιστάν, σε κανένα Τατζικιστάν, να ξορκιστεί το κακό. Μα, στην Αθήνα;! Που θα είναι σαν διακοπές; Στο ένα χέρι το πιτόγυρο, στο άλλο χέρι το γαρούφαλο απ’ τα μπουζούκια; Προκλητικό στο επ’ άκρον.

Αυτά. Τα είπα και ξεθύμανα. Και όσοι είστε φοιτητές και με διαβάζετε τώρα, ένα τελευταίο έχω να σας πω πριν σωπάσω: κρατηθείτε μακριά από αυτό τον οχετό, ζήστε και ανθίστε στο εξωτερικό, και επιστρέψετε μόνο όταν σκοπεύετε να συνταξιοδοτηθείτε. Μη λυπηθείτε τη μάνα σας, τους φίλους σας και μην επιτρέψετε στις αναμνήσεις των παιδικών σας χρόνων να σας ξεγελάσουν και γυρίσετε. Είναι παγίδα! Εδώ δεν υπάρχει τίποτε καλό. Ούτε καν όταν θα θελήσετε να κάνετε οικογένεια μην επιστρέψετε, γιατί ούτε αυτό δεν αξίζει να κάνεις πλέον εδώ. Μόνο όταν δεν θα σώνετε να περπατήσετε και θα θέλετε ένα λάκκο να πεθάνετε. Μόνον τότε!