Τετάρτη, Ιανουαρίου 29, 2014

Το Θέατρο Του Παραλόγου

Ήμασταν μέσα σε ένα κατάμεστο θέατρο, τόσο κατάμεστο που το διοξείδιο του άνθρακα από τις εκπνοές των θεατών μου προκαλούσε ζάλη και υπνηλία, και παρακολουθούσαμε μια παράσταση που διαδραματιζόταν στη Μπελ Επόκ. Οι ηθοποιοί φορούσαν λουδοβίκειες περούκες με μπούκλες, τα φορέματα των κυριών απαρτίζονταν από στενούς κορσέδες και βαθιά ντεκολτέ, ενώ επί σκηνής βρισκόταν ένα πιάνο το οποίο έπαιζε χαριτωμένες φιοριτούρες ως γεμίσματα ανάμεσα στις σκηνές. Όπως κατάλαβες, δεν είχα καλύτερο από το να βλέπω Κύπριους ηθοποιούς να ανασταίνουν μέσα στο παραγκοθέατρο την εποχή της αναγέννησης.

Εκεί που ήμουν έτοιμος να κουτουλήσω από τη νύστα, μία κυρία λίγες θέσεις πιο πίσω μας, άρχισε να φωνάζει τον άντρα της. «Πολυκράτη, Πολυκράτη!» Δεν είχα καταλάβει τι γίνεται, νόμισα ότι κάποια ηθοποιός μπήκε στη σκηνή από την πλατεία των θεατών. Άλλωστε, πόσο πιθανό ήταν να βρίσκομαι στο ίδιο θέατρο με κάποιον που τον λένε Πολυκράτη; Είχα να ακούσω αυτό το όνομα από τον καιρό που έβλεπα ανελλιπώς στο βίντεο το «Μια Ιταλίδα απ’ την Κυψέλη». Τέλος πάντων, όπως ήδη σωστά μάντεψες, ο κύριος Πολυκράτης έπαθε καρδιακή προσβολή. Η σύζυγός του το διαπίστωσε πανικόβλητη όταν αυτός κουτούλησε αναίσθητος στο μπροστινό κάθισμα. Πάλι καλά που τον κατάλαβε να λες - αν ήμουν εγώ θα νόμιζα πως επρόκειτο γι άλλον έναν σαν εμένα που έκοψε τη φλέβα από το θέαμα.

Ανοίγουν τα φώτα της πλατείας, οι υπεύθυνοι του θεάτρου ανοίγουν τις πόρτες στο πλάι για να μπει καθαρός αέρας, ενώ κάποιοι καλοί Σαμαρείτες εκ των θεατών, φορτώνονται τον κύριο Πολυκράτη και τον μεταφέρουν έξω, ώσπου να έρθει το ασθενοφόρο. Τον εναπέθεσαν στο χώμα και άρχισαν να του ρίχνουν μπάτσες να τον συνεφέρουν. Ταυτοχρόνως, η πρωταγωνίστρια με την περούκα α λα Μαρία Αντουανέτα, αυτή με τα συμπιεσμένα βυζιά τέλος πάντων, αρχίζει να ωρύεται μέσα στο συγχυσμένο πλήθος, για το κακό που μας βρήκε. Μιλούσε σαν να συνέχιζε να παίζει το έργο, σαν να μην είχε διακοπεί η παράσταση, ενώ ο συμπρωταγωνιστής της απαντούσε στο ίδιο ύφος.

«Βγάλτε τον άνθρωπο στο ύπαιθρον να πάρει καθαρό αέρα, καλοί μου δούλοι.»
«Ω, μα, ας καλέσει κάποιος τον γιατρό, υψηλοτάτη μου. Ο κύριος φαίνεται να έχει χάσει τις αισθήσεις του, κάτι σοβαρό συμβαίνει. Μα, δεν υπάρχει κάποιος εύκαιρος εις τα ανάκτορά σας;»

Η κυρία του κυρίου Πολυκράτη, στο μεταξύ, να έχει γονατίσει από πάνω του και να του κάνει αέρα με το πρόγραμμα και την αφίσα της παράστασης και να του λέει «Πολυκράτη, κοίτα με, Πολυκράτη, σου μιλάω!» Τίποτα εκείνος, ουδεμία αντίδραση. Και εμείς, οι θεατές να έχουμε σχηματίσει ένα κύκλο γύρω του και να μην ξέρουμε πού να κοιτάξουμε. Τον Πολυκράτη που τα κακάρωσε ή τους ηθοποιούς που αντιμετώπιζαν την κατάσταση σαν φυσική συνέχεια της παράστασης;

Το σουρεάλ του πράγματος κορυφώθηκε όταν ο πιανίστας, που ήταν ακόμα καθισμένος στο πιάνο της σκηνής, άρχισε να παίζει ένα χαρούμενο βαλς. Οι πρωταγωνιστές πιάστηκαν στα χέρια και άρχισαν να χορεύουν ανέμελα, ενώ καθώς στριφογύριζαν ο άντρας είπε στη γυναίκα ότι με τη φτερωτή της βεντάλια θα μπορούσε να είχε σώσει τον κ. Πολυκράτη αν του έκανε λίγο αέρα. Εκείνη χαχάνισε, και πριν προλάβει να απαντήσει, μία άσχετη κυρία από το κοινό διέκοψε το νούμερό τους κακίζοντάς τη στάση τους απέναντι στον άτυχο άντρα: «Δεν ντρέπεστε, ο άνθρωπος είναι αναίσθητος και εσείς μας κοροϊδεύετε... Μα, δεν υπάρχει ένας υπεύθυνος να μας πει τί να κάνουμε;»

Η γυναίκα του κ. Πολυκράτη έβγαλε το κινητό της και κάλεσε στο σπίτι γιατί «ο μπαμπάς έπαθε κάτι σοβαρό», ενώ το ασθενοφόρο κατέφθασε στον πίσω χώρο του θεάτρου. Εν μέσω αχρησιμοποίητων σκηνικών, πολλών μαύρων σακουλιών σκουπιδιών, χασκόντων θεατών, μιας σειρήνας ασθενοφόρου που στρίγγλιζε και δυο αχάπαρων ηθοποιών που χόρευαν βαλς, ο κύριος Πολυκράτης διαμετακομίστηκε στο γενικό νοσοκομείο. Η κυρία του σε κατάσταση σοκ εξακολουθούσε να προσπαθεί να επικοινωνήσει με τον οικογενειακό της γιατρό, «δεν ξέρω τι έπαθε, εκεί που βλέπαμε την παράσταση έγειρε και έσβησε. Ναι, του δίνω το χάπι του κάθε πρωί.»

Δεν είχαμε κινητά με κάμερα τότε ώστε να απαθανατίσω το εκπληκτικό αυτό σκηνικό, (το οποίο παρεμπιπτόντως θα χτυπούσε δίχως άλλο εκατοντάδες likes στο Facebook), το οποίο θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν στημένο. Θυμάμαι όμως πως, με το που αποχώρησε το ασθενοφόρο, οι ταξιθέτριες μας οδήγησαν πίσω στις θέσεις μας, σχεδόν με το ζόρι, παρόλες τις διαμαρτυρίες των θεατών για την αναλγησία που επέδειξαν οι ηθοποιοί μπροστά στην τραγωδία. Η παράσταση συνεχίστηκε από εκεί που έμεινε, αλλά όπως καταλαβαίνεις δεν ήμουν σε θέση να την παρακολουθήσω, είχα σοκαριστεί, ούτε που θυμάμαι τίποτα άλλο σχετικό με την εξέλιξη της υπόθεσης.

Το μόνο που θυμάμαι ξεκάθαρα ήταν ότι μέχρι το τέλος της παράστασης επικρατούσε ένας υπόκωφος αναβρασμός μεταξύ μας, όλοι συζητούσαμε ψιθυριστά ανησυχώντας για την κατάσταση της υγείας του κυρίου Πολυκράτη. Όταν οι ηθοποιοί έκαναν, επιτέλους, υπόκλιση τους χαρίσαμε ένα χλιαρότατο χειροκρότημα - προσωπικά απόρησα πώς δεν έπεσαν και φάπες, και απομακρυνθήκαμε άπαντες κακήν κακώς από το θέατρο.

Βγαίνοντας από το κτήριο, καθ’ οδόν προς τον χώρο στάθμευσης εντόπισα τους εν λόγω ηθοποιούς με τα κανονικά τους ρούχα, να σπεύδουν προς τα αυτοκίνητά τους. Παρόλο που φορούσαν τζιν και πουκάμισο, δεν είχαν προλάβει να βγάλουν το μακιγιάζ, ούτε είχαν προλάβει να χτενιστούν σαν άνθρωποι. Κάπου μεταξύ σύγχρονης πραγματικότητας και ρόλου, η γυναίκα παρότρυνε τον άντρα να βιαστούν, μπας και προλάβουν τον άνθρωπο ζωντανό. Το αυτοκίνητο έβαλε μπρος και χάθηκε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, ενώ καθώς χανόταν στο στενό μπορούσα από τα μισάνοιχτα παράθυρά του να ξεχωρίσω ένα βαλς αντίστοιχο με εκείνο της παράστασης να παιανίζει και να σβήνει στον αέρα.

Την επόμενη μέρα έψαξα στις εφημερίδες αλλά δεν είδα καμία αναγγελία θανάτου.

Ούτε ένας Πολυκράτης νεκρός σε ολόκληρη τη χώρα.
______________________________________________________________

Αυτή ήταν μια φανταστική ιστορία που μου καρφώθηκε στο νου χθες το βράδυ. Αποφάσισα ότι η πραγματικότητα είναι πολύ βαρετή οπότε από καιρού εις καιρόν θα σκαρφίζομαι ιστορίες που θα ήθελα να είναι πραγματικές και θα τις εξιστορώ εδώ, κάτω από την ετικέτα 'φανταστικές ιστορίες'. Θεωρώ πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος να μην βαρεθώ το γράψιμο. Μπουόν Τζιόρνο, καλημέρα και τα φώτα, μπουένος ντίας και Μπουένος Άιρες.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 27, 2014

Στο Πάνθεον των Ηρώων

Η μεγαλύτερη αποθέωση του 2014 έλαβε χώρα την περασμένη Παρασκευή στο Πάνθεον της Αθήνας, στο Πάνθεον των ηρώων, όπου εμφανίζεται η Βισσάρα μου και ο Ρέμος.



Ένα θα σου πω: Καθόμουν και παρακολουθούσα το σόου και όταν φτάσαμε στο τελευταίο μισάωρο, εκεί δηλαδή που είναι όλοι όρθιοι και χορεύουν με τα πιο dance τραγούδια, επήλθεν ξανά η αναγνώρισις, επήλθεν ξανά η καταξίωσις. Διασταυρώθηκαν οι ματιές μας με την Άννα για ένα μόλις δευτερόλεπτο. Και όπως αυτή διέσχιζε την πασαρέλα και κατευθυνόταν προς την κύρια σκηνή, συνειδητοποίησε ποιος είμαι, έκανε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, στράφηκε προς το μέρος μου, έτεινε το χέρι της και μου έδωσε με δύναμη ένα ηδονικό hi five. Ένα hi five που ήταν τόσο εγκάρδιο που θα έκανε ακόμα και το ομώνυμο γυναικείο συγκρότημα να αλλάξει όνομα αν βρισκόταν ακόμα εν ζωή. Τι να σου πω τώρα, ενώθηκαν τα χέρια μας και ένιωσα πως προκλήθηκε ηλεκτρική εκκένωση. Πώς έπεσε κεραυνός και έκαψε τα πάντα σε ακτίνα χιλιομέτρων. 

Εσύ γελάς, αλλά η καρδούλα μου το ξέρει τι σημαίνει για μένα όλο αυτό. Το ότι τρία χρόνια μετά η Άννα με ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος και αστράφτει το μάτι της, εμένα μου λέει πολλά. Μπορεί αντικειμενικά να μη σημαίνει και τίποτε. Αλλά για μένα είναι σαν να υπογράφεται νέο σύμφωνο συνεργασίας. Σαν να ανανεώνεται η Συνθήκη του "Φάμπιουλους", σαν να μου λέει "I remember!" Και για μένα αυτό το "Δεν Ξεχνώ και Αγωνίζομαι" είναι αρκετό για να μου φτιάξει τη χρονιά. 

Τώρα τι να σου πω για το σόου. Είναι η παλιά καλή Άννα Βίσση. Η Βίσση η θεατρική, η σκηνοθετημένη, η χορογραφημένη, η ξεκούραστη με τη φωνή καμπάνα που αποθεώσαμε στα '90ς. Πέραν του ότι τα σκηνικά, τα φώτα και τα χορευτικά επιστρέφουν στα επίπεδα που συνηθίσαμε από τον καιρό του 'Χάους' και του 'Γκάζι', ευνοεί πολύ το γεγονός ότι το θέατρο επιβάλλει μία ησυχία από το κοινό, που επιτρέπει και σε εμάς να την παρατηρήσουμε, να την προσέξουμε, να απορροφηθούμε σε κάθε σύσπαση του προσώπου της. Καθόμουν και μπροστά, οπότε ήταν σαν να μου τραγουδούσε στο σαλόνι μου μέσα. Θυμήθηκα τα νιάτα μου, που ήμουν 19 χρονών και έβαζα την κασέττα με το σόου που είχε σκηνοθετήσει ο Μαστοράκης και με μάγευε τόσο που ήταν σαν να έβγαινε ένα χέρι από την τηλεόραση και με τράβαγε μέσα στη συσκευή. Αν είσαι φαν θα καταλαβαίνεις σε τι αναφέρομαι. 

Τοπ3 στιγμών:
3) Η είσοδος με το 'Μεθυσμένη Πολιτεία'. Εξαιρετικός ο φωτισμός, η ατμόσφαιρα, το ρούχο. Βίσση από κινηματογράφο.
2) Η τεράστια έκπληξη με το "Μια αγάπη Φωτιά" από τη Μάλα. Τα βιολιά και τα βιολοντσέλλα πίσω της πάλλονταν σαν να βρίσκονταν στη δίνη ενός τυφώνα, σχεδόν έφταναν σε οργασμό. Φωνή καμπάνα, κορώνα που και νεκρούς ανασταίνει.
1) Το "Φως". Με το μπαλέτο βγαλμένο από ταινία Τιμ Μπάρτον. Και με το δάσος πίσω της να αστράφτει και να βροντά. Τραγούδι - θρίλερ! 

Γενικά, πιστεύω, πως πρόκειται για το καλύτερο πράγμα που μας έχει παρουσιάσει από το 2010 και μετά, με εξαίρεση τους Δαίμονες. 

Η σύμπραξη με τον Ρέμο είναι καλή. Ο Ρέμος ήταν συμπαθέστατος. Επικοινωνιακός και προσιτός. Στα λαϊκά του μας ξεσήκωσε. Αν έλεγε και 2-3 καταθλιπτικά τραγούδια λιγότερα θα ήταν τέλειος.




Όπως έγινε ήδη ευρέως γνωστό, το βράδυ που ήμουν εκεί ήταν και ο Καρβέλας μου. Μάλιστα, γι άλλη μια φορά καθόταν δυο σειρές πιο μπροστά από μένα. Σηκώθηκε και υποκλίθηκε κάποια στιγμή, την ώρα που τον προσφωνούσε η Άννα από τη σκηνή. Τον βγάλαμε και φωτογραφία. Πόσο τον αγαπώ αυτό τον άνθρωπο, πόσο! Είχε έρθει με μια φίλη του και καθ' όλη τη διάρκεια του σόου κρυβόταν, αποφεύγοντας τα πολλά πολλά με τον κόσμο. Μάλιστα είχε κάτσει με τέτοιο τρόπο ώστε να μην εξέχει το κεφάλι του από την καρέκλα και να μην εντοπίζεται εύκολα. Όταν έγινε διάλειμμα έτρεξε και έφυγε σκαστός. Δεν επέστρεψε πίσω. 




Πέρασα καταπληκτικά. Αυτό το Σ/Κ στην Αθήνα είδα και τρεις θεατρικές παραστάσεις, μα δεν έχω καθόλου κέφι να σου γράψω οτιδήποτε γι αυτές. Ο ενθουσιασμός μου για το "Ένα ή Κανένα" είναι τόσος που υπερκαλύπτει οτιδήποτε άλλο. Η Βισσάρα είναι όπως πάντα χρόνια μπροστά και ο μοναδικός πλέον λόγος που μπαίνω στο αεροπλάνο για να πάω στην Αθήνα. Λίγο να του έκοβε του ελληνικού κράτους θα την εκμεταλλεύοταν αναλόγως, να φέρνει τουρίστες. Δεν μπορώ να φανταστώ τι άλλο θα μπορούσε να βοηθήσει στην ορθοπόδηση της οικονομίας πέραν αυτής της παραδείσιας φωνής.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 23, 2014

Η Ματωμένη Γραφομηχανή



Τη δεκαετία του ’80, πριν δηλαδή συμπληρώσω δέκα χρόνια ζωής σ’ αυτό τον πλανήτη, περνούσα πολλές ώρες στο σπίτι της γιαγιάς μου, στο κέντρο της Λευκωσίας. Ήταν ένα υπέροχο σπίτι, τώρα έχει κατεδαφιστεί, γεμάτο αναμνήσεις που αν μπορούσα να το εκμεταλλευτώ σήμερα θα το μετέτρεπα σε μουσείο, τιμής ένεκεν. Τέλος πάντων, άλλο είναι το θέμα μας.

Απέναντι από το σπίτι της γιαγιάς μου, είχε ένα κτήριο με γραφεία. Στο ισόγειο ήταν το γραφείο κάποιου λογιστή, ο οποίος ήταν στριμμένος και φωνακλάς. Φώναζε και τον άκουγε όλη η γειτονιά. Η γιαγιά μου πολλές φορές με απέτρεπε από το να πλησιάσω και να παίξω στο προαύλιο του γραφείου του, προς αποφυγήν δυσάρεστων συνευρέσεων. Οπότε και περιοριζόμουν στον κήπο της. Είχα όμως πάντα θέα το μουντό γραφείο του.

Ένα απόγευμα άκουσα κάτι στριγκλιές να έρχονται από εκεί μέσα, και αίφνης είδα τη γραμματέα του κυρίου να εξέρχεται του γραφείου του, αλαλάζουσα και με δάκρυα στα μάτια. Έτρεχε να γλιτώσει, εξ ου και εισήλθε στο διπλανό κατάστημα όπου οι κυρίες που πουλούσαν παπούτσια την έθεσαν υπό την προστασία τους. Μισό δευτερόλεπτο αργότερα εξήλθε και ο λογιστής, κοντός, καραφλός, με γυαλιά και κοστούμι ο οποίος κρατούσε στα χέρια μια σιδερένια γραφομηχανή την οποία και της την πέταξε στο κεφάλι, συνοδεία πολλών κοσμητικών επιθέτων. Δεν φαντάζεσαι πόσο ωραίο θέαμα ήταν στην ηλικία των 10 να βλέπω μια γραφομηχανή να βάλλεται με δύναμη εναντίον ενός αλαφιασμένου θύματος. Την τότε εποχή τέτοια θεάματα έβλεπες μόνο στα Μπαγκς Μπάννι. 

Τέλος πάντων. Η γραφομηχανή έπεσε και έσπασε, τη θυμάμαι ακόμα αναποδογυρισμένη στο πεζοδρόμιο με τα πλήκτρα της μπερδεμένα σαν κορδόνια παπουτσιού που δέθηκαν κόμπο μεταξύ τους. Ο κύριος λογιστής άρχισε να φωνάζει στη γραμματέα του: «έσπασες με, άχρηστη, έσπασες με» και ύστερα μάθαμε από τα κουτσομπολιά ότι η γραμματέας δακτυλογραφούσε πολύ αργά και έκανε πολλά λάθη, με αποτέλεσμα ο κύριος λογιστής να εκνευριστεί τα μάλα.

Η γιαγιά μου, που πήρε χαμπάρι τι είχε συμβεί, ήρθε και με μάζεψε και μ' έχωσε στο σπίτι, μην τυχόν και φάω κι εγώ καμιά αδέσποτη. «Έλα μέσα τζιαι εν πελλός τούτος» μου είπε. Όμως πρόλαβα να τα δω όλα, και μάλιστα όταν μπήκα σπίτι άνοιξα το παράθυρο για να δω τη συνέχεια. Παρατήρησα ότι είχε καταφθάσει ο αδελφός της γραμματέως για να κάνει χαμό – ήταν οι εποχές που άμα είχες πρόβλημα καθάριζε ο αδελφός ή ο πατέρας σου. Αντάλλαξαν κάτι βρισιές που δεν τις θυμάμαι τώρα, και το τοπίο ξεκαθάρισε. Η γραμματέας πήγε σπίτι της, και ο κύριος λογιστής επέστρεψε στο γραφείο του βγάζοντας ατμούς από την έξαψη.

Περιττό να σου πω ότι γεννήθηκε και ένας μύθος, ότι δηλαδή η αιτία του καβγά δεν ήταν τα λάθη στη γραφομηχανή, αλλά το ότι "την ήθελε για γκόμενα κι αυτή δεν του καθότανε". Αλλά εμένα αυτά δεν μου τα λέγανε, ήμην παιδάκι. 

Εν πάση περιπτώσει, εκείνο που μου έκανε την περισσότερη εντύπωση είναι ότι κανένας δεν μπήκε στον κόπο να μαζέψει τη σπασμένη γραφομηχανή από το πεζοδρόμιο. Εκ των υστέρων εικάζω πως μπορεί να την άφησαν εκεί για τεκμήριο σε περίπτωση που καλούνταν η αστυνομία. Εκείνη την εποχή είχα ανακαλύψει τη χρήση της γραφομηχανής και ήθελα διακαώς να αποκτήσω μία για να γράφω. Είχαμε δημιουργήσει και μια παιδική εφημερίδα με τα ξαδέλφια μου (την οποία πωλούσαμε στους συγγενείς μας έναντι του αστρονομικού ποσού της μίας λίρας) και θέλαμε να δακτυλογραφούμε τα κείμενα. Η γραφομηχανή εκείνη θα ήταν ιδανική για τη δουλειά και ήλπιζα να την ξεχάσουν στον δρόμο ώστε να μπορέσω να την «δανειστώ» με τρόπο όταν όλοι θα πήγαιναν σπίτια τους, να την επιδιορθώσω και να τη χρησιμοποιήσω.

Τελικά δεν την οικειοποιηθήκαμε τη μηχανή, ούτε ξέρουμε τι απέγινε ο κύριος λογιστής, αφού λίγο καιρό μετά στη θέση του γραφείου του άνοιξε ένα κατάστημα με είδη δώρου. Και δεν ξέρω γιατί σου είπα τώρα αυτή την ιστορία. Απλά από το πρωί μου μπήκε η ιδέα να αγοράσω μια γραφομηχανή αντίκα, (γιατί αυτό μας έλειπε από εκείνο το σπίτι που μένω), και συνειρμικά οδηγήθηκα εκεί.

Ωραία χρόνια τα ‘80ς! Με σιδερένια γραφομηχανή και μελάνι. Πού τα σημερινά παιδιά, μεγάλωσαν με πληκτρολόγια και οθόνες αφής… όλα έτοιμα στο πιάτο.


Εμείς είχαμε σκληραγωγηθεί!

Σάββατο, Ιανουαρίου 18, 2014

Saving Mr Banks

Εχθές το βράδυ παρακολούθησα το “Saving Mr Banks” στον κινηματογράφο.


Η ιστορία αφορά την προσπάθεια του Ουόλτ Ντίσνεϊ να πείσει την Αγγλίδα συγγραφέα της Μαίρη Πόππινς να του παράσχει τα πνευματικά δικαιώματα για να γυρίσει την ομώνυμη ταινία. Η Αγγλίδα συγγραφέας, που είναι η ξινίλα προσωποποιημένη, θέλει να έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο στη διαμόρφωση του σεναρίου και διαφωνεί κάθετα με τις πλείστες εισηγήσεις του Ντίσνεϊ. Δεν θέλει να έχει τραγούδια η ταινία, διαφωνεί με το casting, με την απόδοση των διαλόγων, τη χρήση της γλώσσας (μέχρι και το ‘supercalifragilisticexpialidocious’ της φταίει επειδή δεν «δεν σημαίνει τίποτε»), επεμβαίνει στη διαμόρφωση των χαρακτήρων και γενικότερα κάνει τη ζωή της ομάδας παραγωγής, σκέτη κόλαση.

Τη μισείς από τα πρώτα πέντε λεπτά του έργου. Τόσο καλά παίζει.

Ώσπου, αρχίζει και ξετυλίγεται παράλληλα με τον μύθο, η ζωή της. Βλέπεις τις συνθήκες στις οποίες μεγάλωσε στην Αυστραλία, το οικογενειακό της δράμα,  συμπάσχεις, και δικαιολογείς κάθε ιδιοτροπία που κάνει τώρα ενώπιον του Ντίσνεϊ. Καταλήγεις να τη συμπαθήσεις. Στο τέλος, όπως κατάλαβες, πείθεται και υπογράφει το συμβόλαιο, παραχωρεί τα δικαιώματα στην εταιρεία και επιστρέφει καταρρακωμένη στο Λονδίνο που ενέδωσε στα κλισέ του Ντίσνεϊ. Παρίσταται στην πρεμιέρα κατόπιν δικής της πρωτοβουλίας (Ο Ντίσνεϊ δεν την προσκαλεί γιατί φοβάται πως οι δηλώσεις της στο κόκκινο χαλί θα επηρέαζαν την εισπρακτική πορεία της ταινίας), και όταν αντικρίζει την οικογενειακή της ιστορία στο πανί βαλαντώνει στο κλάμα. Κάπου εκεί τελειώνει το έργο.

Δύο τα αποστάγματα από τη ψεσινή θέαση.

Πρώτον, πίσω από κάθε κακογαμημένη γριέντζω που σου χαλά τη διάθεση και στοιχειώνει την καθημερινότητά σου, υπάρχει ένα δράμα που δικαιολογεί τα πάντα. Κανείς δεν γεννιέται ξινός. Ούτε καν η Αμαλία του ‘Ρετιρέ’. Η πουτάνα η ζωή σε κάνει έτσι. Γι αυτό, πριν καταδικάσεις τον άλλον, πριν τον στείλεις στο πυρ το εξώτερον, πριν τον στείλεις στο recycle bin, ψάξε και μάθε την ιστορία του. Δώσε του το άλλοθι της ομηρίας στην κακομοιριά. Δώσε του μιαν αγκαλιά. Εντάξει, δεν είπαμε ότι θα του βγάλεις εσύ τα αγκάθια από την ψυχή του, ούτε θα τον ανεχτείς πέραν των προβλεπόμενων κοινωνικών ορίων. Αλλά, τουλάχιστον θα αντιληφθείς κι ο ίδιος ότι δεν είναι ανάγκη να τα παίρνεις όλα τόσο προσωπικά. Γιατί δεν φταίει αυτός που ‘χε παλιόκαιρο τη μέρα που τον γνώρισες.

Αυτά για το take-home message της ταινίας.  

Δεύτερον, συνειδητοποίησα πόσο ευγνώμων είμαι στον Ουόλτ Ντίσνεϊ που μου χάρισε υπέροχα παιδικά χρόνια. Πόσο με εμπνέει κάθε φορά που παρακολουθώ τις ταινίες του. Κι ας λένε οι φαρμακόγλωσσες πως εκμεταλλεύεται τα παιδικά όνειρα για να βγάλει λεφτά. Το λιγότερο που με απασχολεί είναι αν με εκμεταλλεύτηκε ο Ντίσνεϊ. Εδώ μας γαμεί καθημερινά το κράτος, η Κύπρος, η κοινωνία… ο Ντίσνεϊ έμεινε να πληρώσει τη νύφη! Θέλω, και εύχομαι, σε μια επόμενη ζωή να είμαι εκείνος. Να είχα 1% από το ταλέντο και τα κότσια του, το όραμά του, το μεράκι του. Ούτε στο μικρό του το δαχτυλάκι όμως δεν τον φτάνω. Δεν είμαι καν μια τρίχα απ’ τα αρχίδια του. Ένα τίποτα!

Να πας να δεις την ταινία, θα τη λατρέψεις, αλλά μόνο αν είσαι πραγματικός Ντίσνεϊ φαν. Ή τέλος πάντων, αν δεν είσαι, να έχεις παρακολουθήσει τουλάχιστον τη Μαίρη Πόππινς, αλλιώς δεν θα τσιμπήσεις κανένα υπονοούμενο, ούτε θα είσαι σε θέση να αναγνωρίσεις το αριστουργηματικόν του πράγματος.

Σάββατο σήμερα, αντιλαμβάνεσαι τι περιέχει το playlist στο i-tunes από το πρωί.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 13, 2014

Μια Ζωή την Έχουμε

Χθες το βράδυ παρακολουθήσαμε με τη Μπρέντα την παράσταση της κεντρικής σκηνής του ΘΟΚ «Μια Ζωή την Έχουμε». Ναι, το γνωστό.

Έφυγα κατενθουσιασμένος.

Έπαιξε ρόλο το ότι πήγα με πολύ χαμηλές τις προσδοκίες μου, αλλά και πάλι, η παράσταση είχε αθηναϊκό αέρα και αυτό από μόνο του είναι τεράστιο συν, αν αναλογιστείς πως η μέση κυπριακή παράσταση, στο τσακίρ κέφι, παραπέμπει ακόμα σε σκετσάκι του ΡΙΚ από τα 80ς.

Γι αυτή την έκπληξη δεν ευθύνεται κανείς άλλος βέβαια, από τον Κωνσταντίνο Ρήγο, ναι, τον γνωστό, που μπορεί σύσσωμος ο καλλιτεχνικός κόσμος της Κύπρου να καταδίκασε την κάθοδό του ως άλλη μια αρπαχτή -τύπου Μιμή Ντενίση, μα η αλήθεια να λέγεται, έκανε τρομερή δουλειά. Πήρε ένα βαρετό έργο του παλιού ελληνικού κινηματογράφου και του άλλαξε τα φώτα. Πέρασα ένα δίωρο στη διάρκεια του οποίου δεν βαρέθηκα λεπτό. Αντιθέτως, το κατά-απόλαυσα. Φώτα, σκηνικά, μουσικές, τραγούδια, ερμηνείες, όλα κυμαίνονταν από καλά έως πολύ καλά. Ακόμα και η παρουσία των παλαιότερων ηθοποιών του ΘΟΚ, που όλοι ξέρουμε πόσο τους σιχάθηκε η ψυχή μας, δεν με ξένισε, ακριβώς γιατί φωτίστηκαν περισσότερο οι νέοι. Αυτό κι αν είναι ελπιδοφόρο.

Άκουσα διάφορα κακεντρεχή αυτές τις μέρες, όπως παραδείγματος χάρη, από πού κι ως πού ο Ρήγος που σκηνοθετεί τα μπουζουκομάγαζα του Μαζωνάκη, της Γαρμπή και τον έχουμε μάθει από τα βίντεο κλιπ της Τάμτα και τις εμφανίσεις του Λούκα Γιώρκα και της Ελευθερίας Ελευθερίου στη Γιουροβίζιον, να σκηνοθετεί τώρα την κεντρική του ΘΟΚ. Μα, ποιος σας είπε, μάνα μου, ότι η κεντρική σκηνή του ΘΟΚ έχει περισσότερο κύρος από τη Γιουροβίζιον ή από τα μπουζούκια που εμφανίζεται ο Μαζωνάκης; Κι εγώ αν έπρεπε να επιλέξω μεταξύ του να σκηνοθετήσω την κόρη του Χριστόφια (Χριστέ μου, κοίτα την μόνο πώς χορεύει στη σκηνή του κλαμπ, να καταλάβεις πόσο αγγούρω είναι), καθώς επίσης κι άλλα ιερά τέρατα του ΘΟΚ (μην τα κατονομάσουμε δευτεριάτικα και χαλάσουμε τις καρδιές μας), και το σόου του Μαζωνάκη, το δεύτερο θα διάλεγα. Μην σου πω ότι ακόμη και την Πάολα θα προτιμούσα έναντι τους.

Πραγματικά, ο Ρήγος έδωσε νέα διάσταση στην παράσταση, νέα πνοή και άποψη στο έργο. Ακόμη κι αν αντιμετώπισε το εγχείρημα ολίγον τι αφ υψηλού, (όπως τουλάχιστον αφήνουν να εννοηθεί διάφοροι που έμειναν απ' έξω), έχει κάθε δίκαιο με το μέρος του. Εν ολίγοις, σε σχέση με το τι έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε από τον ΘΟΚ, αυτό είναι πέραν πάσης προσδοκίας.

Θέλω να πω ότι δεν είχα δει ποτέ την ταινία προηγουμένως κι αυτό ίσως να λειτούργησε θετικά. Επίσης, θέλω να πω ότι ταυτίστηκα πλήρως με τον πρωταγωνιστή, ειδικά στη σκηνή που πνίγηκε μέσα στο ρολό των αποδείξεων και το χαρτομάνι, αφού είναι κάτι που βιώνω κι εγώ από καιρού εις καιρόν στη δουλειά ως δημόσιος υπάλληλος ο ίδιος, ενώ επίσης δηλώνω πως μπορώ να προσυπογράψω κάθε ατάκα του έργου ως πέρα για πέρα ρεαλιστική και διαχρονική. Μην σου πω ότι αγχώθηκα κιόλας, αφού η εξέλιξη του μύθου ήταν τα μάλα αποκαρδιωτική για τη προοπτική της δικής μου «καριέρας». Κι εμένα με τα βαπόρια με κόβω να φεύγω!

Επίσης θέλω να πω ότι ενθουσιάστηκα που είδα το θέατρο γεμάτο, κι ας ήταν ηλικιωμένοι οι περισσότεροι. Όλη η πλατεία και ο εξώστης γεμάτοι! Σπάνιο θέαμα για παράσταση του ΘΟΚ.

Εύγε, και εις ανώτερα, και ολίγον σύντομα, καθότι 'μια ζωή την έχουμε' και δεν χωράνε άλλες μετριότητες.

Σε άλλα νέα, να σου πω ότι εμείς αυτή την Κυριακή που έρχεται, δηλ. 19 του μηνός θα ξαναπαίξουμε το «Μίκρο-Αστικό Δίκαιο» στις Αποθήκες του ΘΟΚ στα Λατσιά, η ώρα 8:00 το βράδυ, στα πλαίσια της τελικής φάσης του Φεστιβάλ Ερασιτεχνικού Θεάτρου. Εν ολίγοις, τρέχουμε στην τελική ευθεία (μάζι με άλλους τέσσερεις επίλεκτους) και εύχομαι να πάρουμε το βραβείο, γιατί αυτή την ομάδα την έχω πονέσει και την έχω αγαπήσει και θέλω να τη δω να διακρίνεται. Όσοι δεν το προλάβατε, σπεύσατε. Δεν κάνει να πεθάνετε και να μην το δείτε. Με τι ψυχή θα πάτε στην κόλαση; Η είσοδος είναι δωρεάν, αλλά θα πρέπει να κάνετε κράτηση στο ταμείο του ΘΟΚ, στο τηλ. 77772717 γιατί οι θέσεις είναι περιορισμένες.


Όλα έτοιμα στο πιάτο στα έχω. Παρακαλώ. 

Δευτέρα, Ιανουαρίου 06, 2014

Μια 'Αθεη στα Βαφτίσια

[Λατρεύω τον τίτλο μου, θα μπορούσε να ήταν τίτλος ταινίας της Φίνος Φιλμς.]

Στο θέμα μας, όμως.
Πήγα σε κάτι βαφτίσια αυτές τις μέρες. 

Καθώς έκοβα κίνηση μέσα στην εκκλησία, παρατήρησα πως μια πολύ στενή φίλη του ζεύγους δεν ήταν παρούσα. Σκέφτηκα πως, λόγω εορτών, πιθανόν να έλειπε ταξίδι στο εξωτερικό, ή να ήταν βαριά άρρωστη. Δεν δικαιολογούνταν αλλιώς η απουσία της. Τελειώνει το μυστήριο και μεταφερόμαστε σύσσωμοι στο εστιατόριο για το γεύμα. Κάθομαι στο τραπέζι μου και άξαφνα εμφανίζεται σαν ντάμα κούπα η συγκεκριμένη, καθήμενη δυο θέσεις πιο κάτω. 

- "Πού ήσουν εσύ; Γιατί άργησες;" τη ρώτησα φιλικά.
- "Δεν άργησα, απλά προσπέρασα το μυστήριο. Ξέρεις, είμαι άθεη", μου είπε και δεν έκανε πλάκα. 

Τεμπέλα και γαϊδάρα είσαι, ήθελα να της πω, μα πρυτάνευσε η λογική. Ωραίο το κόλπο! Βαριόμαστε να ξυπνήσουμε, βαριόμαστε να φάμε στη μάπα τα ακαταλαβίστικα του παπά και το κλάμα του μωρού, οπότε ρίχνουμε εκεί ένα "είμαι άθεη και δεν μπορώ τις εκκλησιές" και ξεμπερδέψαμε. Πάμε κατευθείαν στο εστιατόριο, περιδρομιάζουμε ότι εύρουμε και τη βγάλαμε την υποχρέωση. 

Τι πάει να πει δεν ήρθες επειδή είσαι άθεη κυρά μου; Πρώτον, σεβάσου τον μαλάκα που σε κάλεσε. Συμμερίσου τη χαρά του, αν μη τι άλλο! Δηλαδή αν αύριο με προσκαλέσει μια Ινδή συμφοιτήτριά μου στον γάμο της στο Ν. Δελχί, θα της πω ότι ναι μεν θα παραστώ στο γάμο, αλλά θα προσπεράσω την τελετή στο τέμενος επειδή είμαι αλλόθρησκος ή άθεος; Πόσο αγενές! Είναι το ίδιο με το να με προσκαλέσουν σε ροκάδικο. Είναι δυνατόν να έχει φίλος μου γενέθλια, να έχει τραπέζι σε μαγαζί που παίζει ροκ μουσική και να μην πάω επειδή "εγώ μόνο Βίσση και λαϊκά ακούω;" Ακόμα χειρότερα, άμα αύριο πεθάνει η μάνα σου, τί θα κάνεις; Δεν θα πας στην κηδεία επειδή είσαι άθεος; Καταλαβαίνω να μην πας στα μνημόσυνα κτλ, αλλά εφόσον η καύση των νεκρών δεν ισχύει ακόμα στη χώρα μας και η ταφή είναι επιβεβλημένη, πες μου τι θα κάνεις. Θα πας αργότερα, στον καφέ, με τη δικαιολογία ότι λόγω πεποιθήσεων δεν μπορούσες να παραστείς; Άσε μας! Η παρουσία μας σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις δεν είναι δυνατόν να εξαρτάται από το κατά πόσον ενστερνίζεσαι το τελετουργικόν του πράγματος. Πας πρωτίστως για λόγους ευγένειας. Κι άμα αρνείσαι να συντονιστείς με το μυστήριο, κοίτα τα ταβάνια να περάσει η ώρα, τι να σου πω... 

Επίσης, τι πάει να πει 'άθεος;' Δεν πιστεύω ότι υπάρχει άνθρωπος άθεος. Γιατί στο κάτω, κάτω, τί είναι ο Θεός; Μια έννοια που επινόησε ο ίδιος ο άνθρωπος για να θέτει στον εαυτό του όρια. Είναι μια ιδέα δικής μας σύλληψης που χρησιμεύει στο να αισθανόμαστε ταπεινοί και να μην ξεφεύγουμε. Ακόμη και να βδελύσσεσαι αυτή την εικόνα, δηλαδή του Παππούλη με τη γενειάδα στον ουρανό που παρακολουθεί τα πάντα και καταδικάζει ανάλογα σε κόλαση ή παράδεισο, αν δεν σου κάθεται καλά αισθητικά και σου προσβάλλει την ελευθερία σκέψης, αναλογίσου ότι υπάρχουν πολλές παρόμοιες ιδέες που θέτουν όρια στην καθημερινότητά σου και μπορούν να λογαριαστούν ως... Θεοί. Ο Νόμος για παράδειγμα. Είναι κάτι που επινοήσαμε οι άνθρωποι για να θέτει όρια σε εμάς. Κανείς δεν είναι υπεράνω αυτού, επομένως είναι ένα είδος Θεού. Ο ίδιος μας ο εαυτός είναι Θεός. Εφόσον αποφασίζουμε να ζούμε με συγκεκριμένες αρχές και αξίες, τις πρεσβεύουμε σθεναρά όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε και παραμένουμε πιστοί σ' αυτές, είναι σαν να έχουμε ένα Θεό. Εξ ου και στην ελληνική λέμε "δεν έχεις τον Θεό σου" σε όποιον χάνει το μέτρο. Γι αυτό και αποκαλούμε Θεό ή Θεά όποιον/α έχει τέλειες αναλογίες. Γιατί το σώμα του έχει τα σωστά μέτρα. Αυτό είναι ουσιαστικά ο Θεός. Το μέτρο. 

Επομένως, δεν πιστεύω ότι υπάρχει άνθρωπος άθεος. Άθρησκος άνθρωπος, ναι, υπάρχει. Το μόνον εύκολο να δηλώσεις άθρησκος, αν και, το βρίσκω επίσης αστείο, αφού το να είσαι απλά σωστός πολίτης και καλός άνθρωπος - κάτι που θεωρώ δεδομένο ότι επιδιώκεις σ΄ αυτή τη ζωή, αποτελεί γενική αρχή όλων των θρησκειών. Οπότε, όσο και να απεχθάνεσαι τα δόγματα όλο και κάποιο θα ασπάστηκες ερήμην σου, δεν μπορεί. Δεν γουστάρεις τον Χριστούλη, τον Αλλάχ, τον Βούδα και τον Δία; Έ, μέσα στα εκατομμύρια θρησκειών που πέρασαν από καταβολής κόσμου όλο και κάποιο θα ταυτίζεται με τα πιστεύω σου. Και να θέλεις δηλαδή, δεν γλιτώνεις.   

Τώρα, αν έχεις αναπτύξει φοβία για το παπαδαριό (που εγώ πρώτος και καλύτερος σιχαίνομαι, τόσο για το παρουσιαστικό του που αποπνέει απλυσιά, όσο και για τα σκάνδαλα που ξεσπούν πολύ συχνά και φανερώνουν την υποκρισία του), επειδή όταν ήσουν μικρό, αθώο και άβγαλτο σου βάζαν χέρι στο κατηχητικό, ή επειδή έτσι σου είπαν να λες στις κατασκηνώσεις της ΕΔΟΝ στα Περβόλια, η μόνη απάντηση που έχω τώρα πρόχειρη είναι "ας πρόσεχες".

Κατά τα άλλα, το να μου δηλώνεις με στόμφο στα βαφτίσια ότι δεν έδωσες το παρόν σου επειδή είσαι άθεη, καταλαβαίνεις ότι ουδόλως σε φέρνει πιο κοντά στον Ρίτσαρντ Ντώκινς, τον οποίον και παραδέχομαι, μα αντιθέτως, σε εκθέτει.

Πφφφ... Και νόμιζα πως τα είχα ακούσει όλα μέσα στο '13. Το '14 κερδίζει εύκολα μέχρι στιγμής. 
Αν Θεός γινόμουν για λίγο θ' άλλαζα πολλά δεν στο κρύβω!   

Σάββατο, Ιανουαρίου 04, 2014

Η Σφαγή των Χριστουγέννων

Σφάζεστε κι εσείς οικογενειακώς τις γιορτές; 

Εμείς σφαζόμαστε. Χρόνια τώρα, το έχουμε έθιμο. Φτιάχνουμε μελομακάρονα, κουραμπιέδες, στολίζουμε δέντρο και μαζί στολίζουμε κι ο ένας τον άλλον. Με κάτι γιορτινά κοσμητικά επίθετα, τύφλα να ΄χουν τα λαμπιόνια, οι καμπανούλες και τα αγγελάκια του δέντρου. Εμείς αν δεν χύσουμε χολή δεν κόβουμε τη βασιλόπιττα. Όχι! Αν δεν πατήσουμε τον άλλο στον κάλλο με τη μπότα του Άη Βασίλη, δεν μας μπαίνει καλά ο νέος χρόνος, πώς να στο πω. Και επειδή εμείς τιμούμε τις παραδόσεις και έχουμε τα ήθη και τα έθιμα κορώνα στο κεφάλι μας, εκτός από το φλουρί, πάντα χώνουμε μέσα στη πίτα και ένα λεξοτανίλ. Δόξα τω Θεώ, έπιασε και φέτος τόπο.

Τα περιοδικά που διάβαζα κάποτε, όταν υπήρχαν ακόμα περιοδικά, ισχυρίζονταν πως στις διακοπές σφαζόμαστε επειδή αναπόφευκτα ερχόμαστε πιο κοντά, είμαστε απαρτία στο σπίτι και φορτίζεται πιο εύκολα η ατμόσφαιρα. Δεν θα συμφωνήσω. Τουλάχιστον στη δική μας περίπτωση, δεν φταίει που είναι ο ένας μέσα στα πόδια του άλλου. Πιστεύω ακράδαντα πως φταίει το ότι είμαστε αναγκασμένοι να περάσουμε χρόνο μαζί, τουτέστιν είμαστε αναγκασμένοι να συνομιλήσουμε και να βγάλουμε στη φόρα όλα αυτά που τους προηγούμενους δώδεκα μήνες τα καταπίναμε μ' ένα 'δεν βαριέσαι'. Ε, στις γιορτές, βαριέσαι! Και όταν βαριέσαι, όλα αυτά που ήθελες να τα πεις ολόχρονα και έλεγες 'δεν βαριέσαι', δεν βαριέσαι και τα λες μέσα σε πέντε λεπτά. Ατάκα κι επί τόπου. Με τις γνωστές αιματηρές συνέπειες.

Εξ ου και η καθημερινότητα σώζει ζωές. Όχι μόνο επειδή αποτελεί το τελευταίο τραγούδι της Βίσσης μου. Σώζει ζωές διότι όσο και να σε τσιμπά ένα πρόβλημα το καταπίνεις. Επιστρέφεις πτώμα από τη δουλειά, τα ιδιαίτερα, το γυμναστήριο, τις πρόβες, και ουδεμία όρεξη έχεις να σφαχτείς με τον άλλον. Τρως και τεζάρεις. Δεν έχεις καλά, καλά, ώρα να χέσεις. Αλλά στις χριστουγεννιάτικες αργίες, (που αν τύχει και πέσουν καθημερινές μοιάζουν ατελείωτες), όχι μόνο προλαβαίνεις να χέσεις, αλλά ξεχέζεις κι όποιον βρεθεί στον διάβα σου. Ας μην επεκταθώ περισσότερο, όπως ήδη κατάλαβες, φέτος είμαστε η χαρά του Συμβουλίου Αποχετεύσεως.

Φέτος στις γιορτές διαπίστωσα και κάτι άλλο. Ο πιο πολύς κόσμος δεν έχει την ικανότητα να καταλάβει πότε ο άλλος έχει ανάγκη απλά να τον ακούσεις και να σιωπήσεις, και πότε πραγματικά μοιράζεται τον πόνο του μαζί σου για να τον συμβουλεύσεις. Και καλά, από τον πολύ τον κόσμο δεν έχω τέτοιες απαιτήσεις, ούτε μεγάλες προσδοκίες. Είδαμε και τι ψηφίζει. Αλλά από τον κόσμο που τον θεωρώ επιστήθιο φίλο, σύντροφο κτλ, απαιτώ να ξέρει να με "διαβάσει". Να ξέρει πότε του εξομολογούμαι κάτι για να το βγάλω από μέσα μου για να ξεθυμάνω και πότε του εξομολογούμαι κάτι για να με κατευθύνει, να με αντικρούσει και να με προβληματίσει. Είναι τεράστια ικανότητα αυτή και εκπλήσσομαι όταν διαπιστώνω ότι ελάχιστοι τη διαθέτουν, οι οποίοι όταν με ακούν να τους ξεδιπλώνω το πρόβλημά μου έχουν έτοιμη την κριτική (ή μάλλον την επίθεση), και ουδέποτε εύκαιρη τη συμπόνια ή τέλος πάντων τη σιωπή. 

Εγώ όταν ακούω κάποιον που πονάει, και αντιλαμβάνομαι ότι μιλάει γιατί θέλει να εκτονωθεί, δεν του λέω τίποτα ακόμη κι αν διαφωνώ με όσα λέει (που τις πιο πολλές φορές διαφωνώ), γιατί ακριβώς αναγνωρίζω ότι δεν ωφελεί η κριτική σε κάτι τέτοιες στιγμές. Αν ερωτηθώ ευθέως για τη γνώμη μου, εννοείται πως θα την παραθέσω, αλλά θεωρώ πως τις πλείστες φορές ο φίλος δεν έχει ανάγκη τη γνώμη σου, την κριτική σου, ή τη λύση σου. Ο άλλος έχει ανάγκη από κάποιον να τον ακούσει. Κι ας ξέρει πως κατά βάθος λέει αρλούμπες. Εκείνη την ώρα είσαι ο τελευταίος που χρειάζεται να του το υποδείξεις. Άκου τον και σκάσε. Γι αυτό είναι οι φίλοι. Για να ακούνε τους φίλους τους να λένε αρλούμπες και αυτοί να τους λένε "έχεις δίκαιο ρε μαλάκα." Ή εάν διαφωνούν τόσο πολύ πια, που δεν μπορούν να ξεστομίσουν ένα γαμημένο, συγκαταβατικό και ψεύτικο 'έχεις δίκαιο', να μπορούν να μην πουν τίποτε. Στο κάτω, κάτω μέσα μας όλοι ξέρουμε την αλήθεια. Όλοι ξέρουμε πότε έχουμε δίκαιο σ' αυτά που λέμε. Δεν περιμέναμε εσένα να μας βάλεις στον σωστό τον δρόμο.

Τόσο απλό και τόσο σπάνιο. 

Τετάρτη, Ιανουαρίου 01, 2014

Ο Μαλάκας Ο DJ

Θάνατος στον DJ που σκότωσε την πρωτοχρονιά μου.

Θάνατος και μάλιστα φρικτός για τους εξής λόγους:

Θάνατος, διότι από κάτω κανείς δεν χόρευε και ούτε μια στιγμή δεν αναρωτήθηκε τι πήγε λάθος.

Θάνατος, διότι δεν φτάνει που όλοι δυσανασχετούσαμε με τις επιλογές του, αυτός αγρόν ηγόρασε, φόρεσε τα ακουστικά του και κουνιόταν σαν καριόλα, σαν να ήταν μόνος του στον χώρο, κάτι το οποίο κρίνεται ως προκλητικά αγενές από μέρους του. Και τι δεν θα έδινα να γινόταν μια ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα στα ακουστικά του και να έβλεπα να μυαλά του να διασκορπίζονται στον χώρο σαν πρωτοχρονιάτικα κομφετί.

Θάνατος, διότι δεν έπαιξε ούτε ένα ελληνικό τραγούδι. «Δεν ξέρω να παίζω Ελληνικά» μας είπε. «Κύπριος δεν είσαι;» τον ρωτήσαμε. «Ναι» μας απάντησε. «Τα θερμά μας συγχαρητήρια, να ζήσετε, σε καλή μεριά και καλούς απογόνους!». Αυτό που ο κάθε άνεργος κακομοίρης, που δεν ξέρει τι να κάνει με τη ζωή του, πάει και γίνεται DJ για να βγάλει τα προς το ζην, σου ανακοινώνει χωρίς αιδώ, χωρίς ντροπή, ότι δεν ξέρει από ελληνικά τραγούδια με ξεπερνά! Πού μεγάλωσες χρυσέ μου και δεν ξέρεις από Ελληνικά; Στους πρόποδες των Άλπεων; Ήμαρτον πλέον!

Θάνατος, διότι δεν συνειδητοποίησε ότι το να είναι DJ δεν τον καθιστά στα μάτια μας ως κάτι παραπάνω από τον άνθρωπο που χειρίζεται μια κονσόλα για να παίξει τραγούδια. Δεν κάνει καμιά δουλειά που απαιτεί ιδιαίτερη έκκριση φαιάς ουσίας. Είναι εκεί για να εκτελεί την αγγαρεία του ‘πατώ κουμπιά για να χορεύει ο κόσμος’. Γι αυτό και πληρώνεται άλλωστε. Αν δεν ήταν αγγαρεία το να αλλάζει το τραγούδι, σιγά μην τον πληρώναμε. Το αλλάζαμε και μόνοι μας. Εκ των ανωτέρω, δεν δικαιολογείται το υφάκι που διαθέτουν οι περισσότεροι λες και εργάζονται στη Nasa.

Αν ήταν σερβιτόρος και μας έφερνε συνέχεια λάθος ποτά αδιαφορώντας για την ταλαιπωρία που μας προξενεί, θα του είχαμε σπάσει τα ποτήρια στο κεφάλι εκατό φορές. Απορώ γιατί δεν κάνουμε το ίδιο με τους αποτυχημένους DJ, που ξέροντας πόση ευθύνη φέρουν για την επιτυχία του πάρτι, αδιαφορούν για το τι συμβαίνει κάτω και την βρίσκουν μόνοι τους.


Δεν καθόμουν στα βραστά μου, να ακούσω τα δικά μου, να μπει καλά το ’14….